Η λέξη "mesero" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή με τη χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /meˈseɾo/.
Η λέξη "mesero" χρησιμοποιείται στη ισπανική γλώσσα για να αναφερθεί σε ένα άτομο που σερβίρει φαγητό και ποτό σε ένα εστιατόριο ή σε ένα καφενείο. Είναι αρκετά συχνά χρησιμοποιούμενη κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά και στο γραπτό λόγο σε κείμενα που αφορούν την εστίαση. Η χρήση της μπορεί να ποικίλει ανάλογα με την περιοχή, αλλά γενικά παραμένει σταθερή σε όλη την ισπανόφωνη κοινότητα.
El mesero trajo la cuenta después de la cena.
(Ο σερβιτόρος έφερε τον λογαριασμό μετά το δείπνο.)
Cuando fuimos al restaurante, el mesero fue muy amable.
(Όταν πήγαμε στο εστιατόριο, ο σερβιτόρος ήταν πολύ ευγενικός.)
El mesero recomendó un plato típico de Honduras.
(Ο σερβιτόρος πρότεινε ένα τυπικό πιάτο από την Ονδούρα.)
Η λέξη "mesero" μπορεί να εμφανίζεται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι τόσο συνηθισμένη όσο άλλες εκφράσεις. Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες φράσεις που περιλαμβάνουν το "mesero" που δείχνουν την προσβασιμότητα και τη σημασία του στον τομέα του φαγητού και της εστίασης.
"Ser un mesero" δεν sólo implica servir, sino también tener habilidades de comunicación.
(Το να είσαι σερβιτόρος δεν σημαίνει μόνο να σερβίρεις, αλλά και να έχεις ικανότητες επικοινωνίας.)
"Hablar con el mesero sobre el menú" puede ayudar a elegir el mejor plato.
(Η συζήτηση με τον σερβιτόρο για το μενού μπορεί να βοηθήσει στην επιλογή του καλύτερου πιάτου.)
"El mesero siempre sabe los platos más recomendados."
(Ο σερβιτόρος πάντα γνωρίζει τα πιο προτεινόμενα πιάτα.)
Η λέξη "mesero" προέρχεται από το λατινικό "mānsio" που σημαίνει "τραπέζι". Στη διάρκεια της ιστορίας, η λέξη αυτή εξελίχθηκε ώστε να αναφέρεται σε εκείνους που υπηρετούν γύρω από το τραπέζι.
"garzón" (υπηρέτης)
Αντώνυμα: