meseta: ουσιαστικό, θηλυκού γένους.
/meˈseta/
Η λέξη meseta αναφέρεται σε μια γεωγραφική περιοχή που είναι επίπεδη ή ελαφρώς κυρτή και υψώνεται πάνω από τη γύρω περιοχή, συνήθως με οριακές πλαγιές. Χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα της γεωγραφίας για να περιγράψει τέτοιες μορφές εδάφους. Στην ισπανική γλώσσα, είναι κοινό να αναφερόμαστε σε αυτές τις περιοχές ως mesetas, και η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο.
La meseta central de España es una de las regiones más extensas del país.
(Το κεντρικό οροπέδιο της Ισπανίας είναι μια από τις πιο εκτενείς περιοχές της χώρας.)
Las mesetas son importantes para la agricultura en muchas partes del mundo.
(Τα οροπέδια είναι σημαντικά για τη γεωργία σε πολλές περιοχές του κόσμου.)
Η λέξη meseta δεν είναι κοινή σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
Estamos en una meseta en nuestra relación; necesitamos más emoción.
(Βρισκόμαστε σε ένα οροπέδιο στη σχέση μας; Χρειαζόμαστε περισσότερη ένταση.)
El proyecto ha alcanzado una meseta de progreso, pero necesitamos un impulso.
(Το έργο έχει φτάσει σε ένα οροπέδιο προόδου, αλλά χρειαζόμαστε μια ώθηση.)
Después de la meseta de ventas, las ganancias comenzaron a aumentar nuevamente.
(Μετά το οροπέδιο πωλήσεων, τα κέρδη άρχισαν να αυξάνονται ξανά.)
Η λέξη meseta προέρχεται από τη λατινική λέξη planeta, που σημαίνει επίπεδη ή πλατεία περιοχή. Αυτή η ρίζα συνδέεται με την ιδέα των επίπεδων εδαφών που είναι υψηλότερα από τον περιβάλλοντα χώρο.
Συνώνυμα: - plateau (αγγλικά) - oropedal (ισπανικά)
Αντώνυμα: - valle (κοιλάδα στα ισπανικά) - llanura (πεδιάδα στα ισπανικά)