meter - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

meter (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

[ˈmeteɾ]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "meter" είναι ένα ρήμα που χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανών για να αναφερθεί στη δράση της μέτρησης, του να τοποθετείς κάτι σε ένα συγκεκριμένο μέρος ή του να προσδιορίζεις ένα μέγεθος ή ποσότητα.

Συχνότητα χρήσης

Η λέξη "meter" χρησιμοποιείται αρκετά συχνά και μπορεί να συναντηθεί τόσο στον προφορικό λόγο όσο και σε γραπτό πλαίσιο. Ωστόσο, συναντάται περισσότερες φορές σε καθημερινές συνομιλίες.

Παραδείγματα

  1. Voy a meter el libro en la mochila.
  2. Θα βάλω το βιβλίο στην τσάντα.

  3. Necesitamos meter los datos en el sistema.

  4. Χρειαζόμαστε να εισάγουμε τα δεδομένα στο σύστημα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "meter" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:

  1. Meter la pata
  2. Σημαίνει "να κάνεις λάθος" ή "να βάλεις το πόδι σου στο στόμα σου."
  3. Cometí un error y metí la pata en la reunión.
  4. Έκανα λάθος και έβαλα το πόδι μου στο στόμα στη συνάντηση.

  5. Meter un gol

  6. Χρησιμοποιείται στον αθλητισμό, ιδιαίτερα στο ποδόσφαιρο, και σημαίνει "να σκοράρεις."
  7. El jugador metió un gol espectacular en el último minuto.
  8. Ο παίκτης σημείωσε ένα θεαματικό γκολ στο τελευταίο λεπτό.

  9. Meterse en problemas

  10. Σημαίνει "να μπλέκεις σε προβλήματα."
  11. No te metas en problemas, mantente alejado de esa situación.
  12. Μην μπλέκεις σε προβλήματα, μείνε μακριά από αυτή την κατάσταση.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "meter" προέρχεται από το λατινικό "metere" που σημαίνει "να βάλω" ή "να μετρήσω."

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Colocar (να τοποθετήσεις) - Introducir (να εισάγεις)

Αντώνυμα: - Sacar (να βγάλεις) - Retirar (να αφαιρέσεις)



22-07-2024