Η λέξη "metido" προέρχεται από το ρήμα "meter", το οποίο σημαίνει "βάζω" ή "τοποθετώ". Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος έχει μπει είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά σε μια κατάσταση, θέμα ή χώρο. Στη γλώσσα των ισπανόφωνων, μπορεί να αναφέρεται σε εμπλοκή σε υποθέσεις που δεν τον αφορούν, ή σε μια ενοχλητική κατάσταση. Ως αποτέλεσμα, η συχνότητα χρήσης είναι αρκετά υψηλή, ειδικά στον προφορικό λόγο.
"Αυτός είναι μπερδεμένος σε πολλά προβλήματα."
"No te metas en asuntos que no te conciernen."
"Μην μπλέκεις σε υποθέσεις που δεν σε αφορούν."
"Ella siempre está metida en chismes."
Η λέξη "metido" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Παρακάτω παρατίθενται κάποιες από αυτές:
"Είναι μπερδεμένος μέχρι το λαιμό."
"Meter la pata."
"Έκανε λάθος και το κατάλαβε αμέσως."
"Andar metido en líos."
"Είναι συνεχώς μπλεγμένος σε μπελάδες."
"Estar metido en una relación complicada."
"Είναι μπλεγμένος σε μια περίπλοκη σχέση."
"No me gustan los problemas, así que prefiero no meterme."
Η λέξη "metido" προέρχεται από το ρήμα "meter", το οποίο έχει λατινικές ρίζες, ειδικότερα από το λατινικό "mittere", που σημαίνει "να στείλω" ή "να βάλω".