Επίθετο
[mjeˈðoso]
Η λέξη "miedoso" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει ένα φόβο ή είναι επιρρεπής στον φόβο. Συνήθως αναφέρεται σε άτομα που είναι διστακτικά, απαίσια ή τρομαγμένα, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε σε θετικό είτε σε αρνητικό πλαίσιο. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή σε προφορικό λόγο, περισσότερο από ό,τι σε γραπτό πλαίσιο.
Αυτός είναι ένα φοβισμένο αγόρι που πάντα τρομάζει με τις ταινίες τρόμου.
No seas miedoso, atrévete a hablar con ella.
Η λέξη "miedoso" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και καθημερινές φράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Μην είσαι τόσο φοβισμένος, η ζωή είναι μικρή.
Siempre mira a los miedosos antes de tomar una decisión.
Πάντα κοίταξε τους φοβισμένους πριν πάρεις μια απόφαση.
Es miedoso, pero también muy inteligente.
Είναι φοβισμένος, αλλά και πολύ έξυπνος.
A veces ser miedoso te protege de problemas.
Ορισμένες φορές το να είσαι φοβισμένος σε προστατεύει από προβλήματα.
Los miedosos suelen perder oportunidades.
Η λέξη "miedoso" προέρχεται από το ισπανικό ουσιαστικό "miedo", που σημαίνει "φόβος", με την προσθήκη του επιθετικού καταλήκτη "-oso", που χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι έχει την ποιότητα ή την ιδιότητα που περιγράφεται από το ουσιαστικό.
Συνώνυμα: - Temoroso - Asustadizo
Αντώνυμα: - Valiente (γενναίος) - Intrépido (τολμηρός)