Miel είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/mjel/
Η λέξη "miel" στα Ισπανικά σημαίνει μέλι. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει το γλυκό άλας που παράγουν οι μέλισσες από τον χυμό των λουλουδιών. Είναι ένα κοινό συστατικό σε πολλά πιάτα και γλυκά και είναι γνωστό για τις διατροφικές του ωφέλειες, όπως η αντιοξειδωτική και αντιβακτηριακή δράση του. Η λέξη "miel" χρησιμοποιείται συχνά και στον προφορικό και στο γραπτό λόγο.
Η λέξη "miel" χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή γλώσσα, σε μαγειρικές συνταγές, και σε αναφορές για διατροφή ή υγεία.
Me gusta endulzar el té con miel.
(Μου αρέσει να γλυκαίνω το τσάι με μέλι.)
La miel tiene muchas propiedades medicinales.
(Το μέλι έχει πολλές ιατρικές ιδιότητες.)
El pan con miel es un desayuno delicioso.
(Το ψωμί με μέλι είναι ένα νόστιμο πρωινό.)
Η λέξη "miel" χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
"Echarle miel al asunto"
(Να γλυκάνεις την κατάσταση) - Σημαίνει να προσθέσεις κάτι θετικό ή ευχάριστο σε μια δύσκολη κατάσταση.
"Miel en los labios"
(Μέλι στα χείλη) - Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που ακούγεται πολύ γλυκό ή ελκυστικό, αλλά μπορεί να μην είναι αληθινό ή αυθεντικό.
"A buen hambre no hay mal pan, ni buen miel"
(Στην καλή πείνα, δεν υπάρχουν κακά ψωμιά, ούτε κακό μέλι) - Σημαίνει ότι όταν κάποιος είναι διψασμένος ή πεινασμένος, όλα τα φαγητά και τα ποτά φαίνονται καλύτερα.
Η λέξη προέρχεται από το Λατινικό "mel", που σημαίνει "μέλι".
Η λέξη "miel" είναι μια κοινώς χρησιμοποιούμενη και αγαπητή λέξη στην ισπανική γλώσσα, με πολλές χρήσεις τόσο σε γραπτό όσο και σε προφορικό λόγο.