Η λέξη "miembro" είναι ουσιαστικό.
/ˈmjembɾo/
Η λέξη "miembro" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να αναφέρεται σε κάποιον ή κάτι που ανήκει ή είναι μέρος ενός συνόλου, ομάδας ή οργανισμού. Χρησιμοποιείται με μεγάλη συχνότητα και μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορα πλαίσια, τόσο γραπτά όσο και προφορικά. Είναι ιδιαίτερα κοινή στον τομέα του δικαίου, των οργανώσεων και της ιατρικής (ώστε να αναφέρεται στα μέλη του σώματος).
Los miembros del equipo están trabajando juntos.
(Τα μέλη της ομάδας εργάζονται μαζί.)
Cada miembro de la familia tiene sus propias responsabilidades.
(Κάθε μέλος της οικογένειας έχει τις δικές του ευθύνες.)
Η λέξη "miembro" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
Miembro activo
(Ενεργό μέλος)
Η φράση χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που συμμετέχει ενεργά σε μια ομάδα ή οργάνωση.
Ejemplo: Él es un miembro activo de la organización comunitaria.
(Αυτός είναι ένα ενεργό μέλος της κοινοτικής οργάνωσης.)
Miembro de la familia
(Μέλος της οικογένειας)
Χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε κάθε άτομο που ανήκει σε μια οικογένεια.
Ejemplo: Todos los miembros de la familia se reunieron para la cena.
(Όλα τα μέλη της οικογένειας συγκεντρώθηκαν για το δείπνο.)
Miembro honorario
(Τιμητικό μέλος)
Περιγράφει κάποιον που έχει παραλάβει θέση ή τίτλο σε μια ομάδα ή οργανισμό λόγω της συμβολής του, χωρίς να έχει υποχρεώσεις μέλους.
Ejemplo: El doctor fue nombrado miembro honorario de la asociación.
(Ο γιατρός διορίστηκε τιμητικό μέλος της ένωσης.)
Η λέξη "miembro" προέρχεται από το λατινικό "membrum", το οποίο σημαίνει "μέλος" ή "οργάνωση".
Συνώνυμα:
- Parte (μέρος)
- Elemento (στοιχείο)
Αντώνυμα:
- Fuera (έξω)
- Exclusión (αποκλεισμός)