miembro - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

miembro (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "miembro" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/ˈmjembɾo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "miembro" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να αναφέρεται σε κάποιον ή κάτι που ανήκει ή είναι μέρος ενός συνόλου, ομάδας ή οργανισμού. Χρησιμοποιείται με μεγάλη συχνότητα και μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορα πλαίσια, τόσο γραπτά όσο και προφορικά. Είναι ιδιαίτερα κοινή στον τομέα του δικαίου, των οργανώσεων και της ιατρικής (ώστε να αναφέρεται στα μέλη του σώματος).

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Los miembros del equipo están trabajando juntos.
    (Τα μέλη της ομάδας εργάζονται μαζί.)

  2. Cada miembro de la familia tiene sus propias responsabilidades.
    (Κάθε μέλος της οικογένειας έχει τις δικές του ευθύνες.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "miembro" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν μερικές από αυτές:

  1. Miembro activo
    (Ενεργό μέλος)
    Η φράση χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που συμμετέχει ενεργά σε μια ομάδα ή οργάνωση.
    Ejemplo: Él es un miembro activo de la organización comunitaria.
    (Αυτός είναι ένα ενεργό μέλος της κοινοτικής οργάνωσης.)

  2. Miembro de la familia
    (Μέλος της οικογένειας)
    Χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε κάθε άτομο που ανήκει σε μια οικογένεια.
    Ejemplo: Todos los miembros de la familia se reunieron para la cena.
    (Όλα τα μέλη της οικογένειας συγκεντρώθηκαν για το δείπνο.)

  3. Miembro honorario
    (Τιμητικό μέλος)
    Περιγράφει κάποιον που έχει παραλάβει θέση ή τίτλο σε μια ομάδα ή οργανισμό λόγω της συμβολής του, χωρίς να έχει υποχρεώσεις μέλους.
    Ejemplo: El doctor fue nombrado miembro honorario de la asociación.
    (Ο γιατρός διορίστηκε τιμητικό μέλος της ένωσης.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "miembro" προέρχεται από το λατινικό "membrum", το οποίο σημαίνει "μέλος" ή "οργάνωση".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:
- Parte (μέρος)
- Elemento (στοιχείο)

Αντώνυμα:
- Fuera (έξω)
- Exclusión (αποκλεισμός)



22-07-2024