milenario - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

milenario (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "milenario" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/milenáɾjo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "milenario" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με μια χιλιετία (χίλια χρόνια). Μπορεί επίσης να αναφέρεται σε παραδόσεις, πολιτισμούς ή φαινόμενα που έχουν μακρά ιστορία, συνήθως μεγαλύτερη από χίλια χρόνια. Η συχνότητα χρήσης του είναι αρκετά υψηλή στον γραπτό λόγο, κυρίως σε κείμενα που αναφέρονται σε ιστορία, αρχαιολογία ή πολιτισμό.

Παραδείγματα Προτάσεων

  1. El milenario arte de la cerámica se sigue practicando en muchas culturas.
    Η χιλιετής τέχνη της κεραμικής συνεχίζει να ασκείται σε πολλές κουλτούρες.

  2. Las estructuras milenarias de las pirámides son un testimonio de la ingeniería antigua.
    Οι χιλιετείς δομές των πυραμίδων είναι μια μαρτυρία της αρχαίας μηχανικής.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "milenario" χρησιμοποιείται σε διάφορες έκφρασεις και φράσεις στη γλώσσα Ισπανικά, συνήθως για να επισημάνει τη μακρόχρονη ιστορία ή παράδοση.

  1. Una tradición milenaria que se ha transmitido de generación en generación.
    Μια χιλιετής παράδοση που έχει μεταδοθεί από γενιά σε γενιά.

  2. El conocimiento milenario de las plantas medicinales es valioso.
    Η χιλιετής γνώση των φαρμακευτικών φυτών είναι πολύτιμη.

  3. Las festividades milenarias atraen a turistas de todo el mundo.
    Οι χιλιετείς γιορτές προσελκύουν τουρίστες από όλο τον κόσμο.

  4. El libro trata sobre la sabiduría milenaria de los pueblos indígenas.
    Το βιβλίο ασχολείται με τη χιλιετή σοφία των ιθαγενών λαών.

  5. La cultura milenaria de Grecia ha influenciado a muchas civilizaciones modernas.
    Ο χιλιετής πολιτισμός της Ελλάδας έχει επηρεάσει πολλές σύγχρονες πολιτισμούς.

Ετυμολογία

Η λέξη "milenario" προέρχεται από το λατινικό "milenarium", το οποίο είναι παράγωγο του "mille" (χίλια) και του "annus" (έτος).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - antiquísimo (πολύ παλιός) - centenario (αιωνόβιος)

Αντώνυμα: - efímero (παροδικός) - reciente (πρόσφατος)



23-07-2024