Ρήμα
/mimar/
Η λέξη "mimar" στα Ισπανικά σημαίνει "να σχεδιάζω" ή "να χτίζω" και αναφέρεται κυρίως στη διαδικασία σχεδίασης ή κατασκευής κτιρίων ή άλλων δομών. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, κυρίως αρχιτεκτονικής και κατασκευών. Η λέξη είναι συχνά πιο κοινή στον προφορικό λόγο, αλλά χρησιμοποιείται και στο γραπτό πλαίσιο.
El arquitecto va a mimar un nuevo edificio en el centro de la ciudad.
(Ο αρχιτέκτονας θα σχεδιάσει ένα νέο κτίριο στο κέντρο της πόλης.)
Es importante mimar cada detalle en un proyecto de construcción.
(Είναι σημαντικό να σχεδιάζουμε κάθε λεπτομέρεια σε ένα έργο κατασκευής.)
Siempre trato de mimar a mis amigos cuando vienen a casa.
(Πάντα προσπαθώ να φροντίσω τους φίλους μου όταν έρχονται σπίτι.)
Mimar la obra: Να προσέχεις ή να εκτιμάς τη δουλειά που έχει γίνει.
Es necesario mimar la obra para asegurar su durabilidad.
(Είναι απαραίτητο να εκτιμήσουμε τη δουλειά για να εξασφαλίσουμε τη διάρκειά της.)
Mimar a los niños: Να περιποιείσαι ή να προσέχεις τα παιδιά.
Η λέξη "mimar" προέρχεται από το λατινικό "mimare", που σημαίνει "να μιμούμαι" ή "να φροντίζω".
Συνώνυμα: - Diseñar (σχεδιάζω) - Construir (κατασκευάζω)
Αντώνυμα: - Destruir (καταστρέφω) - Negar (αρνούμαι)