Μέρος του λόγου: - Ουσιαστικό - Μορφή: singular
Φωνητική μεταγραφή: - Modo de transportación: /ˈmoðo ðe tɾanspoɾtaˈθjon/
Μετάφραση: - Ελληνικά: Τρόπος μεταφοράς
Σημασία: Η λέξη "modo de transportación" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο μετακινούνται αγαθά ή άτομα από ένα σημείο σε ένα άλλο.
Παραδειγματικές προτάσεις: 1. El modo de transportación más utilizado en esta área es el ferrocarril. - Ο πιο συνηθισμένος τρόπος μεταφοράς σε αυτήν την περιοχή είναι το τρένο. 2. La empresa implementó un nuevo modo de transportación para sus empleados. - Η εταιρεία εφάρμοσε έναν νέο τρόπο μεταφοράς για τους υπαλλήλους της.
Ετυμολογία: Η λέξη "transportación" προέρχεται από το Ισπανικό ρήμα "transportar" που σημαίνει "να μεταφέρω".
Συνώνυμα: - Medio de transporte (Ισπανικά) - Forma de traslado (Ισπανικά)
Αντώνυμα: - Inmovilidad (Ισπανικά) - Estacionamiento (Ισπανικά)