Επίθετο (substantivo, ουσιαστικό) και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε προφορικό λόγο για να αναφερθεί σε χιουμοριστική έκδοση του χαρακτήρα ενός ατόμου.
/mofˈlete/
Η λέξη "moflete" αναφέρεται γενικά στα μάγουλα, συνήθως με μια τρυφερή ή χαριτωμένη έννοια. Χρησιμοποιείται κυρίως στη γλώσσα προφορικά και συχνά σε οικογενειακό ή οικείο περιβάλλον. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει πρόσωπα, ιδιαίτερα παιδιά, με γεμάτα ή χαριτωμένα μάγουλα.
Το μωρό έχει υπέροχα μάγουλα.
Cuando sonríes, tus mofletes se ven aún más grandes.
Η λέξη "moflete" δεν έχει πολλές παραδοσιακές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πιο καθημερινές φράσεις και εκφράσεις:
Είσαι ένα γλυκό μωρό!
Me encantan los mofletes de tu hijo.
Μου αρέσουν τα μάγουλα του γιου σου.
Siempre que veo a mi sobrino me dan ganas de apretarle los mofletes.
Η λέξη "moflete" προέρχεται από το λατινικό "mālum" (μήλο) και σχετίζεται με την εμφάνιση των γεμάτων μάγουλων που μοιάζουν με μήλα. Το "moflete" έχει εξέλιξη σε χαρακτηριστική χρήση στα ισπανικά.
Mejilla (μάγουλο)
Αντώνυμα: