Το "moho" είναι ουσιαστικό.
/ˈmo.xo/
Η λέξη "moho" αναφέρεται στους μικροοργανισμούς που αναπτύσσονται σε υγρές και οργανικές επιφάνειες, δημιουργώντας μια λεπτή, συνήθως πράσινη ή μαύρη στρώση. Στον τομέα της Ιατρικής, ο όρος μπορεί επίσης να αναφέρεται σε μυκητιασικές λοιμώξεις που προκαλούνται από αυτούς τους μύκητες. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται συχνά και στις δύο περιπτώσεις.
Η συχνότητα χρήσης του "moho" είναι αρκετά υψηλή, τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε συζητήσεις που αφορούν την υγιεινή, την εγκυμοσύνη ή την αποθήκευση τροφίμων.
La comida en el refrigerador tiene moho.
(Το φαγητό στο ψυγείο έχει μούχλα.)
Es importante limpiar bien los baños para evitar el moho.
(Είναι σημαντικό να καθαρίζετε καλά τις τουαλέτες για να αποφύγετε τη μούχλα.)
El moho puede causar problemas de salud si se inhala.
(Η μούχλα μπορεί να προκαλέσει προβλήματα υγείας εάν εισπνευστεί.)
Η λέξη "moho" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις:
No puedes echarle moho a tu salud, tienes que cuidarte.
(Δεν μπορείς να αφήνεις τη υγεία σου να παραμελείται, πρέπει να φροντίζεις τον εαυτό σου.)
Caer en el moho
(Πέφτω στη μούχλα)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει έναν άνθρωπο που παραμελεί τη ζωή του ή τη σταδιοδρομία του.
Si no te esfuerzas, puedes caer en el moho.
(Αν δεν προσπαθήσεις, μπορεί να παραμεληθείς.)
Deshacerse del moho
(Ξεφορτώνομαι τη μούχλα)
Σημαίνει την απαλλαγή από κάτι ανεπιθύμητο.
Η λέξη "moho" προέρχεται από την Αραβική λέξη "مُخَطَّط" (mukhṭāṭ), που σημαίνει "μουχλιασμένο" και έχει εισαχθεί στην ισπανική γλώσσα μέσω των μεσαίων ισπανικών.
Συνώνυμα: - Μέλι (enfermedad fúngica) - Οργανισμός (hongo)
Αντώνυμα: - Καθαριότητα (limpieza) - Φρεσκάδα (frescura)