mojada: ουσιαστικό (θηλυκό).
/moˈxaða/
Η λέξη mojada στα Ισπανικά σημαίνει «βρεγμένη» ή «μουσκεμένη». Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει επηρεαστεί από νερό ή υγρασία. Στη γλώσσα των Ισπανόφωνων, είναι μια κοινή λέξη που χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικά και γραπτά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, κυρίως στον προφορικό λόγο.
Ο σκύλος είναι βρεγμένος μετά το παιχνίδι στη βροχή.
No olvides llevar una toalla porque la playa estará mojada.
Μην ξεχάσεις να πάρεις μια πετσέτα γιατί η παραλία θα είναι βρεγμένη.
Las calles están mojadas después de la tormenta.
Η λέξη mojada χρησιμοποιείται επίσης σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις:
Να είσαι «μουσκεμένη από αγάπη» σημαίνει να είσαι πολύ ερωτευμένη.
Hacer algo de manera mojada
Να κάνεις κάτι «με βρεγμένο τρόπο» σημαίνει να το κάνεις με καθυστέρηση ή μη επαρκώς προετοιμασμένο.
Coger frío porque está mojada
Η λέξη mojada προέρχεται από το ρήμα mojar, το οποίο σημαίνει «να βρέχει» ή «να υγραίνει». Είναι η συμμετοχή του ρήματος στο θηλυκό γένος.