Το "mojigato" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA): /mo.xi.ˈɡa.to/
Η λέξη "mojigato" αναφέρεται σε έναν άνθρωπο που είναι υπερβολικά ηθικός ή που επιδεικνύει μια ψευδή αίσθηση ηθικής. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι υποκριτής, ειδικά όσον αφορά σε θέματα που σχετίζονται με την ηθική ή την ηθική συμπεριφορά. Η χρήση του είναι αρκετά κοινή στον προφορικό λόγο, αλλά και στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε κοινωνικά ή πολιτικά συμφραζόμενα.
Esa persona es muy mojigato y critica a todos.
(Αυτό το άτομο είναι πολύ υποκριτής και κρίνει όλους.)
No seas mojigato, vive y deja vivir.
(Μην είσαι υποκριτής, ζήσε και άφησε τους άλλους να ζουν.)
Me parece mojigato que lo escondas.
(Μου φαίνεται υποκριτικό να το κρύβεις.)
Η λέξη "mojigato" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
"Ser un mojigato de libro"
(Να είσαι υποκριτής του βιβλίου.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που ακολουθεί πιστά και ανεδαφικά ηθικούς κανόνες.
"Estar mojigato"
(Να είσαι υποκριτής.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος συμπεριφέρεται υποκριτικά.
"Moijgato en la cocina"
(Υποκριτής στην κουζίνα.)
Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει κάποιον που είναι πολύ επιλεκτικός ή αυστηρός στη μαγειρική ή τη διατροφή.
"No seas mojigato con tus sentimientos"
(Μην είσαι υποκριτής με τα συναισθήματά σου.)
Χρησιμοποιείται για να ενθαρρύνει κάποιον να εκφράσει τα αληθινά του συναισθήματα.
Η λέξη "mojigato" προέρχεται από το "mojigar", το οποίο προερχόταν από την ισπανική διάλεκτο και σημαίνει να είναι κάποιος ντροπαλός ή συγκρατημένος, ειδικά σε θέματα ηθικής και σεξουαλικότητας.
Συνώνυμα: - Hipócrita (Υποκριτής) - Puritano (Πουριτανός)
Αντώνυμα: - Desinhibido (Μη ντροπαλός) - Liberal (Φιλελεύθερος)