Η λέξη "mojo" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "mojo" στα ισπανικά είναι [ˈmo.xo].
Η λέξη "mojo" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - γοητεία - μαγεία - κύρος
Στη γλώσσα των Ισπανικών, "mojo" αναφέρεται συνήθως σε μια αίσθηση μαγείας ή γοητείας που έχει κάποιος, που τον βοηθά να έχει επιτυχία ή να προκαλεί έλξη. Χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών, πολιτιστικών και προσωπικών σχέσεων.
Η λέξη χρησιμοποιείται σε καθημερινές συνομιλίες, αλλά μπορεί επίσης να εμφανιστεί σε γραπτά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης είναι μέτρια, αν και η λέξη είναι πιο κοινή στον προφορικό λόγο, ειδικά σε πιο χαλαρές συνομιλίες.
Él tiene un mojo especial que atrae a la gente.
(Αυτός έχει μια ειδική γοητεία που προσελκύει τους ανθρώπους.)
La música le da al espectáculo un mojo único.
(Η μουσική δίνει στο σόου μια μοναδική μαγεία.)
Η λέξη "mojo" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στη ισπανική γλώσσα:
Ella siempre tiene mojo cuando baila en la pista.
(Αυτή πάντα έχει γοητεία όταν χορεύει στην πίστα.)
Perder el mojo: σημαίνει να χάσει κάποιος την έμπνευση ή την ικανότητά του να είναι ελκυστικός.
Desde que se mudó, parece que ha perdido su mojo.
(Από τότε που μετακόμισε, φαίνεται ότι έχει χάσει τη γοητεία του.)
Echarle mojo: σημαίνει να προσθέσουμε ή να ενισχύσουμε κάτι για να κάνουμε μια κατάσταση καλύτερη.
Η λέξη "mojo" έχει τις ρίζες της στην αφρικανική παράδοση, συγκεκριμένα στους πολιτισμούς που επηρεάστηκαν από την κουλτούρα των Σενεγαλέζων και των Καραϊβικών, σχετιζόμενη με μαγικά φίλτρα και επικλήσεις. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η λέξη "mojo" έγινε δημοφιλής μέσω της μουσικής και της κουλτούρας της λευκής λογοτεχνίας.
Συνώνυμα: - Carisma (χαρίσμα) - Encanto (γοητεία) - Magnetismo (μαγνητισμός)
Αντώνυμα: - Desinterés (αδιαφορία) - Aburrimiento (βαρεμάρα) - Desánimo (απογοήτευση)