Η λέξη "mola" είναι ουσιαστικό (feminine noun) στα Ισπανικά, και μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται ως ρήμα στην τρίτη ενικό πρόσωπο του ενεστώτα.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "mola" με τη χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /ˈmola/
Η λέξη "mola" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - «μολα» (περίπτωση συγκεκριμένων εννοιών) - «είναι ωραίο» (ως ρήμα)
Στα Ισπανικά, η λέξη "mola" έχει κυρίως δύο σημασίες: 1. Ως ουσιαστικό που αναφέρεται σε μια πολύχρωμη και διακοσμητική εσάρπα ή ύφασμα. 2. Ως ρήμα (η επιτακτική μορφή του "molar") που σημαίνει "να είναι ωραίο, να αρέσει".
Η χρήση της "mola" είναι αρκετά συχνή στην καθημερινή ομιλία, ιδιαίτερα στη νεολαία και στο γλώσσα του δρόμου. Συνήθως χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο.
La mola que compré es muy colorida.
(Η μολα που αγόρασα είναι πολύ χρωματιστή.)
Ese lugar mola mucho.
(Εκείνος ο τόπος είναι πολύ ωραίος.)
Η λέξη "mola" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν παραδείγματα:
¡Esto mola!
(Αυτό είναι φοβερό!)
Me mola tu estilo.
(Μου αρέσει το στυλ σου.)
La música que estás escuchando mola un montón.
(Η μουσική που ακούς είναι πολύ καλή.)
Esa película mola mucho.
(Αυτή η ταινία είναι πολύ καλή.)
Mola un poquitín.
(Είναι λίγο ωραίο.)
Η λέξη "mola" προέρχεται από τον ισπανικό λαϊκό λόγο και έχει τις ρίζες της στην περιοχή της Καστίλης, όπου χρησιμοποιούνταν για να περιγράψει κάτι ελκυστικό ή θετικό.
Συνώνυμα - "chido" (σλανγκ, κυρίως στη Μεξικό) - "guay" (σε Ισπανία)
Αντώνυμα - "aburrido" (βαρετό) - "feo" (άσχημος)