Molar είναι ένα επίθετο στα Ισπανικά.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "molar" σε διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: [ˈmo.laɾ].
Η λέξη "molar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με τα μόρια ή τους μολάρες (τα μεγάλα δόντια στην οδοντιατρική). Στον τομέα της ιατρικής, χρησιμοποιείται συχνά για να αναφερθούν τα δόντια που είναι υπεύθυνα για τη μάσηση. Σε γενικές γραμμές, χρησιμοποιείται πιο συχνά στο γραπτό κείμενο παρά στον προφορικό λόγο.
Η λέξη "molar" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά ορισμένες σχετικές εκφράσεις περιλαμβάνουν:
Μου αρέσει το στυλ σου.
“Estar de mola” (να είσαι σε καλή διάθεση)
Σήμερα είμαι σε καλή διάθεση μαζί σου.
“Molar un montón” (να αρέσεις πολύ)
Η λέξη "molar" προέρχεται από το λατινικό "molaris", που σημαίνει "σχετικά με το μύλο" (γαλάγια).
Odontológico (οδοντικός)
Αντώνυμα:
Αυτή είναι μια ολοκληρωμένη ανάλυση της λέξης "molar" στα Ισπανικά.