molar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

molar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Molar είναι ένα επίθετο στα Ισπανικά.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "molar" σε διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: [ˈmo.laɾ].

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικά

Σημασία της λέξης

Η λέξη "molar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με τα μόρια ή τους μολάρες (τα μεγάλα δόντια στην οδοντιατρική). Στον τομέα της ιατρικής, χρησιμοποιείται συχνά για να αναφερθούν τα δόντια που είναι υπεύθυνα για τη μάσηση. Σε γενικές γραμμές, χρησιμοποιείται πιο συχνά στο γραπτό κείμενο παρά στον προφορικό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El diente molar es importante para la masticación.
  2. Το μοριακό δόντι είναι σημαντικό για τη μάσηση.
  3. En biología, se estudian las relaciones entre el tamaño molar y la función.
  4. Στη βιολογία, μελετώνται οι σχέσεις μεταξύ του μολαρίου και της λειτουργίας.
  5. Los molares son fundamentales en la dentición de los humanos.
  6. Οι μολάροι είναι θεμελιώδεις στην οδοντοφυΐα των ανθρώπων.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "molar" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά ορισμένες σχετικές εκφράσεις περιλαμβάνουν:

  1. “Molar a alguien” (να αρέσεις σε κάποιον)
  2. Me mola tu estilo.
  3. Μου αρέσει το στυλ σου.

  4. “Estar de mola” (να είσαι σε καλή διάθεση)

  5. Hoy estoy de mola contigo.
  6. Σήμερα είμαι σε καλή διάθεση μαζί σου.

  7. “Molar un montón” (να αρέσεις πολύ)

  8. Ese concierto mola un montón.
  9. Αυτή η συναυλία αρέσει πολύ.

Ετυμολογία

Η λέξη "molar" προέρχεται από το λατινικό "molaris", που σημαίνει "σχετικά με το μύλο" (γαλάγια).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Αυτή είναι μια ολοκληρωμένη ανάλυση της λέξης "molar" στα Ισπανικά.



22-07-2024