Η λέξη "molde" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "molde" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /ˈmol.de/.
Η λέξη "molde" αναφέρεται γενικά σε ένα καλούπι, μια φόρμα ή ένα σχήμα που χρησιμοποιείται για να δώσει μορφή σε ένα υλικό, συνήθως σε μαγειρική, κατασκευή ή βιομηχανία. Στα ιατρικά ή τεχνικά συμφραζόμενα, μπορεί να αναφέρεται σε σχήματα ή καλούπια που χρησιμοποιούνται για συγκεκριμένες εφαρμογές.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και στα δύο προφορικά και γραπτά πλαίσια, αν και μπορεί να εμφανίζεται περισσότερο σε τεχνικά ή επαγγελματικά κείμενα.
El molde de silicona es perfecto para hacer pasteles.
(Το καλούπι σιλικόνης είναι τέλειο για να φτιάχνει κέικ.)
Necesitamos un molde para la nueva pieza de metal.
(Χρειαζόμαστε ένα καλούπι για το νέο κομμάτι μετάλλου.)
Η λέξη "molde" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Romper el molde
(Σπάω το καλούπι) - Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος ξεφεύγει από τα συνηθισμένα ή από τις προσδοκίες.
Εκφράσεις όπως "Él rompió el molde al lanzar su propia empresa."
(Αυτός έσπασε το καλούπι όταν ίδρυσε τη δική του επιχείρηση.)
Estar hecho/a de otro molde
(Είμαι φτιαγμένος από άλλο καλούπι) - Αναφέρεται σε κάποιον που είναι πολύ διαφορετικός ή ξεχωριστός από τους άλλους.
"Ella está hecha de otro molde, siempre innovando."
(Εκείνη είναι φτιαγμένη από άλλο καλούπι, πάντα καινοτομώντας.)
Moldear algo a su manera
(Διαμορφώνω κάτι με τον τρόπο μου) - Αναφέρεται στη διαδικασία προσαρμογής ή αλλαγής κάτι σύμφωνα με τις δικές μας επιθυμίες ή ανάγκες.
"Quiere moldear su futuro a su manera."
(Θέλει να διαμορφώσει το μέλλον της με τον τρόπο της.)
Η λέξη "molde" προέρχεται από την λατινική λέξη "moldis", που σημαίνει καλούπι ή φορμάρισμα.
Συνώνυμα: - forma (φόρμα) - figura (φιγούρα)
Αντώνυμα: - deshacer (καταστρέφω, σπάω) - desformar (παραμορφώνω)