Το "moldeado" είναι ουσιαστικό και συμμετοχή του ρήματος «moldear», που σημαίνει «σχηματίζω» ή «πλάθω».
Φωνητική μεταγραφή: /molˈðe.a.ðo/
Η λέξη "moldeado" αναφέρεται στη διαδικασία ή την κατάσταση του να έχει πλάθει ή να έχει διαμορφωθεί κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα της βιομηχανίας και της τέχνης, όπου αναφέρεται στην τεχνική σχηματισμού υλικών, όπως πλαστικά ή μέταλλα. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, σε κείμενα που σχετίζονται με την κατασκευή και την τεχνολογία.
El moldeado de la arcilla es fundamental en la cerámica.
(Η μορφοποίηση του πηλού είναι θεμελιώδης στην κεραμική.)
El moldeado de los metales requiere mucha precisión.
(Η σμιλέψιμο των μετάλλων απαιτεί μεγάλη ακρίβεια.)
El proceso de moldeado de plásticos se utiliza en muchas industrias.
(Η διαδικασία μορφοποίησης πλαστικών χρησιμοποιείται σε πολλές βιομηχανίες.)
Η λέξη "moldeado" δεν είναι τόσο συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διαφορετικά συμφραζόμενα για να δηλώσει τη διαδικασία αλλαγής ή προσαρμογής.
El arte del moldeado de la vida requiere paciencia.
(Η τέχνη της μορφοποίησης της ζωής απαιτεί υπομονή.)
El moldeado de una buena reputación toma tiempo.
(Η δημιουργία μιας καλής φήμης χρειάζεται χρόνο.)
El moldeado de personajes en la narrativa es esencial para la historia.
(Η διαμόρφωση χαρακτήρων στη διήγηση είναι ουσιώδης για την ιστορία.)
El moldeado de ideas innovadoras puede cambiar el mundo.
(Η μορφοποίηση καινοτόμων ιδεών μπορεί να αλλάξει τον κόσμο.)
El moldeado de habilidades es parte del crecimiento personal.
(Η ανάπτυξη δεξιοτήτων είναι μέρος της προσωπικής εξέλιξης.)
Η λέξη "moldeado" προέρχεται από το ρήμα "moldear", που έχει τις ρίζες του στα λατινικά "moldare", που σημαίνει «σχηματίζω» ή «πλάθω».
Συνώνυμα: - Formado - Modelado - Configurado
Αντώνυμα: - Desformado - Disperso - Desorganizado