Ρήμα
/ molˈðeaɾ /
Η λέξη "moldear" σημαίνει να δίνετε ένα συγκεκριμένο σχήμα ή μορφή σε ένα υλικό ή αντικείμενο. Χρησιμοποιείται ευρέως στη διαδικασία της γλυπτικής, της κατασκευής και της τέχνης, αλλά μπορεί επίσης να αναφέρεται σε άλλες έννοιες όπως το να επηρεάζετε τη συμπεριφορά ή την προσωπικότητα κάποιου.
Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και σε γραπτά κείμενα. Στα επαγγελματικά και τεχνικά περιβάλλοντα μπορεί να είναι πιο κοινό στο γραπτό πλαίσιο.
Θα πλάσω τον πηλό για να φτιάξω μια φιγούρα.
El escultor necesita tiempo para moldear la estatua.
Η λέξη "moldear" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
(Σημαίνει να επηρεάζεις τη συμπεριφορά ή την ανάπτυξη ενός ατόμου.)
Moldear el futuro.
(Σημειώνει την ικανότητα να επηρεάζεις τις μελλοντικές καταστάσεις ή αποφάσεις.)
Es tiempo de moldear las ideas.
(Υποδηλώνει την ανάγκη να οργανωθούν ή να αναπτυχθούν οι ιδέες.)
Moldear una relación.
(Αναφέρεται στη διαδικασία ανάπτυξης και εξέλιξης μιας σχέσης μεταξύ ανθρώπων.)
Moldear el carácter.
Η λέξη "moldear" προέρχεται από το ουσιαστικό "molde", το οποίο σημαίνει "φόρμα" ή " καλούπι" και αναφέρεται στη διαδικασία της διαμόρφωσης κάτι με τη χρήση ενός καλουπιού ή μιας φόρμας.
Συνώνυμα: - Formar - Plasmar - Configurar
Αντώνυμα: - Deshacer (να γκρεμίζω ή να κατεδαφίζω) - Destruir (να καταστρέφω)