Η λέξη "moldura" είναι ουσιαστικό (sustantivo) στον ενικό αριθμό.
[molˈðuɾa]
Η λέξη "moldura" αναφέρεται κυρίως σε μια κατασκευή ή περίφραξη που χρησιμοποιείται για να κρατήσει ή να ορίσει κάτι, όπως μια φωτογραφία ή έναν πίνακα. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται ευρέως με τη σημασία σχετική με την τέχνη και τη διακόσμηση, αλλά και στην αρχιτεκτονική και την κατασκευή. Συνήθως, η χρήση της είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, ειδικά σε περιγραφές και αναφορές σε τέχνη και διακόσμηση.
La moldura de la foto es muy elegante.
Η κορνίζα της φωτογραφίας είναι πολύ κομψή.
Compré una moldura nueva para el cuadro que pinté.
Αγόρασα μια νέα κορνίζα για τον πίνακα που ζωγράφισα.
La moldura de la ventana necesita ser reparada.
Η κορνίζα του παραθύρου χρειάζεται επισκευή.
Η λέξη "moldura" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι τόσο κοινή. Ωστόσο, εδώ είναι μερικές προτάσεις που δείχνουν τη χρήση της:
"Ella siempre busca la moldura perfecta para sus fotos."
Αυτή πάντα αναζητά την τέλεια κορνίζα για τις φωτογραφίες της.
"La moldura del cuadro añade profundidad a la obra."
Η κορνίζα του πίνακα προσθέτει βάθος στο έργο.
"Necesitamos una moldura que se adapte al estilo del salón."
Χρειαζόμαστε μια κορνίζα που να ταιριάζει με το στυλ του σαλονιού.
"La moldura de la puerta es un excelente ejemplo del diseño clásico."
Η κορνίζα της πόρτας είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα κλασικού σχεδιασμού.
"La moldura dorada le da un toque de lujo al espejo."
Η χρυσή κορνίζα δίνει μια αίσθηση πολυτέλειας στον καθρέφτη.
Η λέξη "moldura" προέρχεται από το λατινικό "moldura", που σημαίνει "σχήμα" ή "μορφή", συνδυασμένο με την έννοια της δημιουργίας.
Αυτή είναι μια ολοκληρωμένη αναφορά για τη λέξη "moldura" στην Ισπανική γλώσσα.