Ρήμα.
/moleɾ/
Η λέξη "moler" στην ισπανική γλώσσα σημαίνει "να αλέθεις", "να συνθλίβεις" ή "να τρίβεις". Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τη διαδικασία κατά την οποία τροφή ή άλλα υλικά θρυμματίζονται ή αλέθονται σε μια λεπτότερη μορφή. Η χρήση της είναι συχνή και σε προφορικό και σε γραπτό πλαίσιο, αν και προτιμάται περισσότερο στον προφορικό λόγο, ιδίως σε μαγειρικές ή καθημερινές καταστάσεις.
Έχω σκοπό να αλέσω τον καφέ για να είναι φρέσκος.
Es importante moler bien las especias antes de cocinarlas.
Είναι σημαντικό να αλέθεις καλά τα μπαχαρικά πριν τα μαγειρέψεις.
El molino se usa para moler el trigo.
Η λέξη "moler" χρησιμοποιείται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις που αντικατοπτρίζουν διάφορες καταστάσεις:
Με ενοχλεί που πάντα αργείς.
Esa música me está moliendo la cabeza.
Αυτή η μουσική με τρελαίνει.
No quiero molestar con mis problemas.
Δεν θέλω να ενοχλήσω με τα προβλήματά μου.
Está molido después de trabajar todo el día.
Είναι εξαντλημένος μετά από μια ολόκληρη μέρα δουλειάς.
Tienes que moler los pensamientos negativos.
Η λέξη "moler" προέρχεται από το λατινικό "mola", που σημαίνει "μύλος" ή "γρανάζι", αναφερόμενο στη διαδικασία της άλεσης.
Συνώνυμα: - triturar (θρυμματίζω) - machacar (συνθλίβω)
Αντώνυμα: - unir (ενώνω) - mantener (διατηρώ)