Molestar είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /mo.le.'staɾ/
Η λέξη molestar στα ισπανικά σημαίνει κυρίως "να ενοχλήσει" ή "να προκαλέσει αναστάτωση". Χρησιμοποιείται σε ποικίλα συμφραζόμενα, κυρίως για καταστάσεις που αφορούν την ενοχλητική συμπεριφορά ή ενέργειες που επηρεάζουν αρνητικά κάποιον άλλον. Είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Él siempre quiere molestar a su hermana.
(Αυτός πάντα θέλει να ενοχλήσει την αδελφή του.)
No me molesta el ruido, pero a ella sí.
(Δεν με ενοχλεί ο θόρυβος, αλλά αυτή ναι.)
A veces es difícil saber cuándo alguien está tratando de molestar.
(Μερικές φορές είναι δύσκολο να ξέρεις πότε κάποιος προσπαθεί να ενοχλήσει.)
Η λέξη molestar χρησιμοποιείται επίσης σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
No puedo concentrarme cuando hay ruido, me molesta.
(Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ όταν υπάρχει θόρυβος, με ενοχλεί.)
No quiero molestar a nadie con mis problemas.
(Δεν θέλω να ενοχλήσω κανέναν με τα προβλήματά μου.)
A veces la gente molesta sin darse cuenta.
(Μερικές φορές οι άνθρωποι ενοχλούν χωρίς να το καταλαβαίνουν.)
Es fácil molestar a alguien que está estresado.
(Είναι εύκολο να ενοχλήσεις κάποιον που είναι αγχωμένος.)
Mucha gente molesta en las redes sociales.
(Πολλοί άνθρωποι ενοχλούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.)
No quiero ser una persona que molesta a los demás.
(Δεν θέλω να είμαι άτομο που ενοχλεί τους άλλους.)
Η λέξη molestar προέρχεται από τα λατινικά "molestare", που σημαίνει "να ενοχλήσει", και σχετίζεται με την έννοια της κακίας ή της ενόχλησης.
Συνώνυμα: - incomodar (να δυσκολέψει) - perturbar (να αναστατώσει) - irritar (να ερεθίσει)
Αντώνυμα: - alegrar (να ευχαριστήσει) - tranquilizar (να ηρεμήσει) - consolar (να παρηγορήσει)