molestarse - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

molestarse (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Φωνητική μεταγραφή

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία

Η λέξη "molestarse" σημαίνει να ενοχλεί κάποιος τον εαυτό του ή να νιώθει αναστάτωση ή ενόχληση για κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά για να εκφράσει την αίσθηση ότι ενοχλούνται από μια κατάσταση ή μια συμπεριφορά. Είναι πιο συνηθισμένο στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε γραπτά κείμενα.

Παραδείγματα

  1. Me molesta cuando hablas así.
    (Με ενοχλεί όταν μιλάς έτσι.)

  2. No quiero molestarme por cosas pequeñas.
    (Δεν θέλω να ενοχλούμαι για μικρά πράγματα.)

  3. A veces me molesta el ruido de la calle.
    (Κάποιες φορές με ενοχλεί ο θόρυβος από το δρόμο.)

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "molestarse" εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:

  1. No quiero molestarte.
    (Δεν θέλω να σε ενοχλήσω.)

  2. ¿Por qué te molestas por eso?
    (Γιατί ενοχλείσαι γι’ αυτό;)

  3. Se molestó mucho por el comentario.
    (Ενοχλήθηκε πολύ από το σχόλιο.)

  4. No te molestes, es solo una broma.
    (Μην ενοχλείσαι, είναι μόνο ένα αστείο.)

  5. A veces me molesto por cosas que no valen la pena.
    (Κάποιες φορές ενοχλούμαι για πράγματα που δεν αξίζουν.)

  6. No debería molestarse tanto por los detalles.
    (Δεν θα έπρεπε να ενοχλείται τόσο για τις λεπτομέρειες.)

Ετυμολογία

Η λέξη προέρχεται από το λατινικό ρήμα "molestare", το οποίο σημαίνει "ενοχλώ", και έχει ρίζες σε έννοιες σχετικά με την ενόχληση και την ανησυχία.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - incomodarse (αναστατώνομαι) - irritarse (ενοχλούμαι)

Αντώνυμα: - tranquilizarse (ηρεμώ) - calmarse (καλύπτω, ηρεμώ)



22-07-2024