Η λέξη "molesto" είναι επίθετο.
/molésto/
Η λέξη "molesto" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που προκαλεί ενοχλήσεις ή δυσφορία. Χρησιμοποιείται συνήθως στις καθημερινές συζητήσεις και μπορεί να αναφέρεται σε καταστάσεις, ανθρώπους ή ακόμη και σε αισθήματα. Η λέξη έχει συχνή χρήση και στα δύο πλαίσια, προφορικά και γραπτά.
Ο θόρυβος της κυκλοφορίας είναι πολύ ενοχλητικός.
Me siento molesto por su comportamiento.
Νιώθω ενοχλημένος από τη συμπεριφορά του.
La película fue tan molesta que salí del cine.
Η λέξη "molesto" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
Είμαι ενοχλημένος με τον φίλο μου επειδή δεν με ενημέρωσε.
Hacer algo molesto
Η στάση του πάντα κάνει τα πράγματα πιο ενοχλητικά.
Sentirse molesto por algo
Νιώθει ενοχλημένος από αυτή την κριτική.
Causar molestias
Δεν ήθελα να προκαλέσω ενοχλήσεις σε κανέναν.
Estar en un lugar molesto
Να είσαι σε εκείνη τη συνάντηση ήταν πολύ ενοχλητικό.
Tener un día molesto
Η λέξη "molesto" προέρχεται από το λατινικό "molestus", που σημαίνει "ενοχλητικός" ή "βαρυσήμαντος".
Συνώνυμα: - incómodo (άβολος) - irritante (ενοχλητικός)
Αντώνυμα: - placentero (ευχάριστος) - agradable (ευχάριστος)
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν τη λέξη "molesto" και τη χρήση της στη γλώσσα Ισπανικά.