Η λέξη "molida" είναι ουσιαστικό και γυναικείου γένους. Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): [moˈli.ða]
Η λέξη "molida" αναφέρεται γενικά σε κάτι που έχει αλεσθεί ή συνθλιβεί σε σκόνη ή μικρότερα κομμάτια. Χρησιμοποιείται συχνά στην κουζίνα για να περιγράψει το αλεσμένο κρέας (π.χ. αλεσμένο βοδινό κρέας), τον αλεσμένο καφέ ή άλλα αλεσμένα τρόφιμα. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη και στις δύο μορφές ομιλίας (προφορικά και γραπτά).
La carne molida es ideal para hacer hamburguesas.
(Το αλεσμένο κρέας είναι ιδανικό για να φτιάξεις μπέργκερ.)
Voy a comprar café molido.
(Θα αγοράσω αλεσμένο καφέ.)
Ella prefiere la pimienta molida en lugar de la entera.
(Αυτή προτιμά την αλεσμένη πιπεριά αντί για την ολόκληρη.)
Η λέξη "molida" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις:
Estar molido.
Η φράση σημαίνει «να είσαι πολύ κουρασμένος».
(Είμαι molido después de trabajar todo el día.)
(Είμαι πολύ κουρασμένος μετά από όλες τις δουλειές της ημέρας.)
Dar una molida.
Σημαίνει «να κάνεις μια σοβαρή κριτική ή να χτυπήσεις κάποιον».
(La crítica que dio fue una molida a su desempeño.)
(Η κριτική που έκανε ήταν μια σοβαρή κριτική στην απόδοσή του.)
Molido de risa.
Σημαίνει «πολύ γελαστός ή γέλιο χωρίς σταματημό».
(Nos molimos de risa durante la película.)
(Γελάσαμε πολύ στην ταινία.)
Η λέξη "molida" προέρχεται από το ρήμα "moler", το οποίο σημαίνει "να αλέθεις" ή "να θρυμματίζεις". Η ρίζα της λέξης συνδέεται με άλλες γλώσσες, όπως τα λατινικά, μέσω του "mola", που σημαίνει "μύλος".
Συνώνυμα: - Amasada (πασπαλισμένη ή αλεσμένη) - Triturada (συνθλιμμένη)
Αντώνυμα: - Entera (ολόκληρη) - Sólida (συμπαγής)
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν πολλά από τα χαρακτηριστικά της λέξης "molida" και την χρήση της στην ισπανική γλώσσα.