Η λέξη molido σημαίνει "αλεσμένος" και χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει τροφές που έχουν υποστεί διαδικασία άλεσης, όπως καφές, μπαχαρικά ή δημητριακά. Η λέξη χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, με έμφαση στις μαγειρικές συνταγές και τον τομέα της γαστρονομίας. Είναι σχετικά συχνή στη χρήση.
Ο καφές πρέπει να είναι αλεσμένος για να παρασκευαστεί μια καλή έγχυση.
Usa harina molida para hacer el pan.
Χρησιμοποίησε αλεσμένο αλεύρι για να φτιάξεις το ψωμί.
El pimiento molido añade un sabor especial a la salsa.
Η λέξη molido δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μερικές περιπτώσεις:
Είμαι αλεσμένος μετά από μια μέρα δουλειάς.
Ese libro me dejó molido, era muy pesado.
Αυτό το βιβλίο με άφησε αλεσμένο, ήταν πολύ βαρύ.
Después de la carrera, quedé molido.
Η λέξη molido προέρχεται από το ρήμα moler, που σημαίνει "αλέθω". Το ρήμα αυτό έχει λατινικές ρίζες, συγκεκριμένα από τη λέξη molar, που σημαίνει επίσης "αλέθω" ή "τρυπώ".
pulverizado (θρυμματισμένος)
Αντώνυμα: