mona: ουσιαστικό
/mona/
Η λέξη mona στην ισπανική γλώσσα μπορεί να χρησιμοποιηθεί κολλητιακά και σε casual περιβάλλοντα. Στην Αργεντινή, για παράδειγμα, αναφέρεται ενίοτε σε μια γυναίκα που θεωρείται γοητευτική ή γλυκιά. Χρησιμοποιείται πιο συχνά στην προφορική γλώσσα, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και σε γραπτά κείμενα. Εν γένει, η χρήση της ποικίλει σε διαφορετικές χώρες ισπανόφωνους, αλλά γενικά παραμένει λίγης σοβαρότητας και χαρούμενη.
Ella es una mona, siempre sabe cómo hacerme reír.
(Αυτή είναι μια γλυκιά κοπέλα, πάντα ξέρει πώς να με κάνει να γελάω.)
¿Te acuerdas de la mona del grupo?
(Θυμάσαι τη γλυκιά κοπέλα της παρέας;)
Me dijeron que la fiesta estará llena de monas.
(Μου είπαν ότι το πάρτι θα είναι γεμάτο με όμορφες κοπέλες.)
Η λέξη mona μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και συνδυασμούς:
Estar como una mona: σημαίνει να είσαι μεθυσμένος ή σε κατάσταση ευφορίας.
(Είσαι υπό την επήρεια και σε χαρούμενη διάθεση.)
Ser un mono/a: αναφέρεται σε κάποιον που συμπεριφέρεται ανοήτως ή ανόητα.
(Είσαι καθαρά ανόητος.)
No hay mona que no sea bonita: σημαίνει ότι όλοι έχουν την ομορφιά τους.
(Δεν υπάρχει κοπέλα που να μην είναι όμορφη.)
Η λέξη mona προέρχεται από τη λατινική λέξη "monachus", που σημαίνει «μοναχός», και μεταφορετικά στην καθομιλουμένη γλώσσα αναδείχθηκε με νόημα αναφοράς προς μια γλύκα ή γοητεία στη γυναικεία συμπεριφορά.
Συνώνυμα: - "chica" (κοπέλα) - "mujer" (γυναίκα)
Αντώνυμα: - "feo" (άσχημος) - "malo" (κακός)
Αυτά τα στοιχεία αναδεικνύουν τις πτυχές της λέξης mona καθώς και το πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα συμφραζόμενα στην ισπανική γλώσσα.