monacillo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

monacillo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Monacillo είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/phonoˈθilo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "monacillo" αναφέρεται σε κάποιον που είναι αρχάριος ή κατατασσόμενος σε μοναχικό ή θρησκευτικό βίο, συχνά χρησιμοποιούμενος για να δηλώσει έναν απλό μοναχό ή τη βοήθεια που προσφέρει ένας μοναχός μέσα σε μοναστήρι. Στα Ισπανικά, μπορεί να χρησιμοποιείται και σε πιο καθημερινά ή μελαγχολικά συμφραζόμενα που αναφέρονται είτε σε αγνότητα είτε σε υπακοή στο θρησκευτικό καθήκον. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά περιορισμένη, κυρίως γραπτή, και δεν χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El monacillo se encargó de preparar la cena en el monasterio.
    (Ο μοναχός ανέλαβε την προετοιμασία του δείπνου στο μοναστήρι.)

  2. Un monacillo estaba leyendo un libro de oraciones.
    (Ένας μικρός μοναχός διάβαζε ένα βιβλίο προσευχών.)

  3. El monacillo aprendió sobre la vida religiosa en su juventud.
    (Ο μοναχός έμαθε για τη θρησκευτική ζωή στην νεότητά του.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Αν και η λέξη "monacillo" δεν είναι συχνά συνδεδεμένη με ιδιωματικές εκφράσεις, υπάρχουν μερικές εκφράσεις που χρησιμοποιούν τη ρίζα "monac" και αποδεικνύουν την πολιτιστική σημασία των μοναχών και του μοναχικού βίου:

  1. "Vida de monacillo"
    (Η ζωή ενός μοναχού) - Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια πολύ αυστηρή ή ήσυχη ζωή.

  2. "Ser más santo que un monacillo"
    (Να είσαι πιο άγιος από έναν μοναχό) - Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που φαίνεται πολύ ηθικός ή υποκριτικός.

  3. "El silencio de un monacillo"
    (Η σιωπή ενός μοναχού) - Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε ένα ήρεμο και ήσυχο περιβάλλον, κατάλληλο για σκέψη ή προσευχή.

  4. "Monacillo de la guarda"
    (Μοναχός της φύλαξης) - Αυτός που είναι υπεύθυνος για την ασφάλεια ή την προστασία ενός χώρου.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "monacillo" προέρχεται από τη ρίζα "monje" (μοναχός) με την προσθήκη του στοματικού προσδιορισμού "-illo", που υποδηλώνει μικρό ή λιγότερο σημαντικό, συνεπώς σημαίνει "μικρός μοναχός".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Monje (μοναχός) - Clérigo (ιερέας)

Αντώνυμα: - Laico (κοσμικός) - Profano (κοσμικός, μη θρησκευτικός)

Αυτά τα στοιχεία παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη "monacillo" και τη χρήση της στη γλώσσα Ισπανικά.



23-07-2024