Η λέξη "monaguillo" είναι ένα ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "monaguillo" χρησιμοποιώντας το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: [monaˈɡiʎo].
Η λέξη "monaguillo" μεταφράζεται στα ελληνικά ως "ιεροπαίδας" ή "ψάλτης".
Η λέξη "monaguillo" αναφέρεται συνήθως σε έναν μικρό αγόρι που βοηθάει κατά τη διάρκεια των θρησκευτικών λειτουργιών, ειδικότερα στην Καθολική Εκκλησία. Μπορεί να αναφέρεται σε έναν βοηθό ιερέα στον ναό, ο οποίος συμμετέχει σε διάφορες τελετές. Στα ισπανικά, χρησιμοποιείται κυρίως στον θρησκευτικό λόγο και λιγότερο στην καθημερινή ζωή.
El monaguillo ayudó al sacerdote durante la misa.
(Ο ιεροπαίδας βοήθησε τον ιερέα κατά τη διάρκεια της λειτουργίας.)
Los padres del monaguillo estaban muy orgullosos de él.
(Οι γονείς του ιεροπαίδα ήταν πολύ περήφανοι για εκείνον.)
Η λέξη "monaguillo" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σε θρησκευτικά συμφραζόμενα ή εκφράσεις που σχετίζονται με την παράδοση και τη λειτουργία.
Ser más monaguillo que el propio sacerdote.
(Να είσαι πιο ιεροπαίδας από τον ίδιο τον ιερέα.)
Σημαίνει να είσαι υπερβολικά υποτακτικός ή πιστός σε κάποιον άλλο.
El monaguillo del barrio siempre está en la iglesia.
(Ο ιεροπαίδας της γειτονιάς είναι πάντα στην εκκλησία.)
Σημαίνει ότι κάποιος είναι πολύ αφιερωμένος ή παρών σε μια συγκεκριμένη δραστηριότητα.
Η λέξη "monaguillo" προέρχεται από την ισπανική λέξη "monje", που σημαίνει "μοναχός", με την προσθήκη του diminutive "-illo", που υποδηλώνει ότι αναφέρεται σε κάποιον νεότερο ή μικρότερο σε ηλικία.