Η λέξη "monarca" είναι ουσιαστικό.
Στη διεθνή φωνητική αλφάβητο (IPA), η φωνητική μεταγραφή είναι: /moˈnaɾka/
Η λέξη "monarca" αναφέρεται σε ένα άτομο που είναι επικεφαλής ενός βασιλείου ή μιας μοναρχίας, δηλαδή εγγενώς συνδεδεμένο με την ιδιότητα του βασιλιά ή της βασίλισσας. Χρησιμοποιείται ευρέως στα πολιτικά, ιστορικά και κοινωνικά συμφραζόμενα. Στα Ισπανικά, είναι συχνά παρούσα σε συζητήσεις γύρω από τη διοίκηση και την ιστορία των κρατών που έχουν μοναρχικούς θεσμούς.
Η "monarca" χρησιμοποιείται και στον προφορικό και στο γραπτό λόγο, με περισσότερο έμφαση σε ιστορικά κείμενα ή πολιτικές συζητήσεις, όπου οι αναφορές στη μοναρχία είναι πιο συνηθισμένες.
Ο μονάρχης της Ισπανίας έχει κυρίως τελετουργικό ρόλο.
Durante la Edad Media, un monarca podía influir en todas las decisiones del reino.
Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, ένας μονάρχης μπορούσε να επηρεάσει όλες τις αποφάσεις του βασιλείου.
El monarca ha decidido abrir un diálogo con los líderes de su nación.
Η λέξη "monarca" μπορεί να εμφανιστεί σε ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι συνηθισμένη σε πολλές φράσεις. Όμως, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε προτάσεις σχετικά με την εξουσία και το κύρος.
Να είσαι ο μονάρχης της δικής σου ζωής.
No hay monarca sin un reino.
Δεν υπάρχει μονάρχης χωρίς βασίλειο.
El monarca decide su suerte y la de su pueblo.
Η λέξη "monarca" προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό "μονάρχης", που σημαίνει "ένας κυβερνήτης" και εισήχθη στη Λατινική ως "monarcha".
Συνώνυμα: - Regente (άρχοντας) - Soberano (κυρίαρχος)
Αντώνυμα: - Súbdito (υπήκοος) - Común (κοινός ή πολίτης)