Monda είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή: [ˈmonda]
Η λέξη monda μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως: - ξεφλούδισμα - καθάρισμα - αφαίρεση
Η λέξη monda αναφέρεται κυρίως στη διαδικασία του ξεφλουδίσματος ή του καθαρίσματος, όπως για παράδειγμα όταν αφαιρούμε τη φλούδα από φρούτα ή λαχανικά. Χρησιμοποιείται εν γένει στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να συναντηθεί και σε γραπτά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης της ποικίλει, αλλά είναι πιο κοινή σε καθ καθημερινές συζητήσεις σχετικές με την προετοιμασία φαγητού.
Ella hizo la monda de las naranjas para el jugo.
(Αυτή έκανε το ξεφλούδισμα των πορτοκαλιών για το χυμό.)
Es importante la monda de las verduras antes de cocinarlas.
(Είναι σημαντικό το καθάρισμα των λαχανικών πριν τα μαγειρέψουμε.)
Η λέξη monda χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις. Εδώ είναι μερικά παραδείγματα:
Hacer la monda σημαίνει να κάνεις κάτι με σκοπό να ξεφύγεις από την ευθύνη ή την πραγματικότητα.
Ejemplo: No quiero hacer la monda, necesito enfrentar mis problemas.
(Δεν θέλω να ξεφύγω, πρέπει να αντιμετωπίσω τα προβλήματά μου.)
Monda y lironda είναι μια φράση που χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι πολύ απλό ή εύκολο.
Ejemplo: El examen fue monda y lironda.
(Η εξέταση ήταν πολύ εύκολη.)
Estar en la monda σημαίνει να είσαι στη μόδα ή στις τρέχουσες τάσεις.
Ejemplo: Este estilo está en la monda este año.
(Αυτή η τάση είναι στη μόδα φέτος.)
Η λέξη monda προέρχεται από το λατινικό "mŭndāre", που σημαίνει "να καθαρίσω" ή "να φτιάξω καθαρό".
Συνώνυμα: - Despojo (αφαίρεση) - Despeje (καθάρισμα)
Αντώνυμα: - Adorno (στολισμός) - Conservación (διατήρηση)