Η λέξη "moneda" είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: [moˈneda]
Η λέξη "moneda" αναφέρεται στο νόμισμα ή στη νομισματική μονάδα που χρησιμοποιείται σε μία χώρα για τις συναλλαγές. Χρησιμοποιείται σε οικονομικά και νομικά πλαίσια. Στη γλώσσα των Ισπανικών είναι σχετικά συχνή και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και οι τύποι που τη συνοδεύουν μπορούν να διαφέρουν ανάλογα με το πλαίσιο.
La moneda de curso legal en España es el euro.
(Το νόμισμα που έχει νόμιμη κυκλοφορία στην Ισπανία είναι το ευρώ.)
El banco cambió la moneda extranjera por pesos.
(Η τράπεζα αντάλλαξε το ξένο νόμισμα με πέσο.)
Η λέξη "moneda" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Poner la moneda sobre la mesa.
(Βάζω το νόμισμα στο τραπέζι.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος αρχίζει μια συζήτηση ή προτάσσει ένα θέμα προς συμφωνία.
Ser moneda corriente.
(Να είσαι νόμισμα που κυκλοφορεί.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι που είναι κοινό, συνηθισμένο ή αδιάφορο.
No hay moneda sin cambio.
(Δεν υπάρχει νόμισμα χωρίς αλλαγή.)
Αυτή η φράση σημαίνει ότι τίποτα δεν έρχεται χωρίς θυσία ή αλλαγή.
Η λέξη "moneda" προέρχεται από το λατινικό "moneta", που σημαίνει "νομισματοκοπείο" ή "κέρμα". Ο όρος αρχικά συνδέθηκε με το ναό της Μονούτης, όπου χτυπάγονταν νομίσματα.
Συνώνυμα: - divisa (νόμισμα, ξένο νόμισμα) - efectivo (μετρητά)
Αντώνυμα: - deuda (χρέος) - vacío (κενό, έλλειψη)