Επίθετο.
/moneˈtaɾjo/
Η λέξη "monetario" αναφέρεται σε οτιδήποτε σχετίζεται με το χρήμα ή τα νομίσματα. Χρησιμοποιείται συχνά σε οικονομικά και νομικά πλαίσια, όπως σε συζητήσεις σχετικά με νομισματικές πολιτικές, οικονομικές σχέσεις και χρηματοοικονομικά προϊόντα. Η σπουδαιότητα της λέξης είναι υψηλή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και συχνά συναντάται σε πιο επίσημα και τυπικά κείμενα.
La política monetaria del país ha cambiado en los últimos años.
(Η νομισματική πολιτική της χώρας έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια.)
Es importante entender el sistema monetario global.
(Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε το παγκόσμιο νομισματικό σύστημα.)
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "monetario" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με οικονομικά θέματα:
La crisis monetaria afectó a muchos países en desarrollo.
(Η νομισματική κρίση επηρέασε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες.)
La política monetaria de la banca central es crucial para la economía.
(Η νομισματική πολιτική της κεντρικής τράπεζας είναι κρίσιμη για την οικονομία.)
Muchos ciudadanos no entienden la realidad monetaria actual.
(Πολλοί πολίτες δεν κατανοούν την τρέχουσα νομισματική πραγματικότητα.)
La estabilidad monetaria es fundamental para el crecimiento económico.
(Η νομισματική σταθερότητα είναι θεμελιώδης για την οικονομική ανάπτυξη.)
Η λέξη "monetario" προέρχεται από τη λατινική λέξη "monetarius", που σημαίνει "αυτού που σχετίζεται με το νόμισμα". Η ρίζα της λέξης παραπέμπει σε "moneta", που σήμαινε νόμισμα ή χρήμα.
Συνώνυμα:
- financiero
- económico
Αντώνυμα:
- no monetario
- no financiero