Ο όρος "monitor" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "monitor" στην διεθνή φωνητική αλφάβητο (IPA) είναι /ˈmoni.tɔɾ/.
Στη γλώσσα Ισπανικά, ο όρος "monitor" χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφερθεί σε: 1. Τα ηλεκτρονικά μέσα, όπως είναι οι οθόνες υπολογιστών ή τηλεοράσεων. 2. Άτομα που παρακολουθούν ή επιβλέπουν μια διαδικασία ή ομάδα (π.χ., στην εκπαίδευση ή στους στρατούς). Η χρήση του είναι συχνή, κυρίως σε γραπτό πλαίσιο όπως άρθρα ή τεχνικά κείμενα, αλλά και στον προφορικό λόγο.
Ο υπολογιστής έχει μεγάλη ανάλυση στην οθόνη.
El monitor del aula supervisa la actividad de los estudiantes.
Ο όρος "monitor" δεν έχει πολλά καθιερωμένα ιδιώματα, αλλά χρησιμοποιείται σε κάποιες εκφράσεις που αφορούν την παρακολούθηση ή εποπτεία.
Είμαι στον παρακολουθητή της οθόνης για να βεβαιωθώ ότι όλα λειτουργούν σωστά.
Monitorizar la situación - να παρακολουθείς μια κατάσταση προσεκτικά.
Χρειαζόμαστε να παρακολουθούμε την κατάσταση από κοντά για να αποφύγουμε προβλήματα.
Hacer un monitor de los programas - να κάνεις παρακολούθηση των προγραμμάτων.
Ο όρος "monitor" προέρχεται από το λατινικό "monitor", που σημαίνει "αυτός που προειδοποιεί" ή "αυτή που παρακολουθεί".
pantalla (οθόνη)
Αντώνυμα: