Η λέξη "monja" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "monja" στα Ισπανικά είναι [ˈmon.xa].
Η λέξη "monja" αναφέρεται σε μια γυναίκα που έχει αφιερωθεί στην θρησκευτική ζωή, συχνά ως μέλος μιας μονής ή ενός θρησκευτικού τάγματος. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, καθώς η έννοια αυτή είναι κοινώς γνωστή στη Ισπανική γλώσσα. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο.
Παραδείγματα: - Las monjas de la convento realizan labores comunitarias. - Οι μοναχές της μονής πραγματοποιούν κοινοτικές εργασίες.
Η λέξη "monja" «ενεργεί» σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι τόσο διαδεδομένες. Ακολουθούν μερικές δυνατότητες:
Ejemplo: Dicen que lleva una vida de monja por sus estrictas rutinas.
"Hacer el papel de monja"
Η λέξη "monja" προέρχεται από τη λατινική λέξη "monacha", η οποία με τη σειρά της προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό "μοναχός" (μοναχός), που σημαίνει «αυτός που ζει μόνος».
Συνώνυμα: - Monja – καλογριά - Religiosa – θρησκευτικός/ή
Αντώνυμα: - Laico/a – κοσμικός/ή - Seglar – λαϊκός/ή
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν τη λέξη "monja" και τη χρήση της στην Ισπανική γλώσσα, παρέχοντας μια ολοκληρωμένη εικόνα της έννοιας, των χρήσεων και των σχετικών στοιχείων.