Το "monje" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [ˈmon.xe]
Η λέξη "monje" αναφέρεται σε έναν θρησκευτικό άνθρωπο που ζει σύμφωνα με τους κανόνες ενός μοναστηριού, συνήθως αφιερωμένος στη μελέτη και τη λατρεία. Χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα της θρησκείας, της ιστορίας, και της φιλοσοφίας. Η χρήση του είναι συχνή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
El monje rezaba en silencio en el templo.
(Ο μοναχός προσευχόταν σιωπηλά στο ναό.)
El monje dedicó su vida al estudio de los textos sagrados.
(Ο μοναχός αφιέρωσε τη ζωή του στη μελέτη των ιερών κειμένων.)
En la antigüedad, muchos monjes copiaban libros a mano.
(Στην αρχαιότητα, πολλοί μοναχοί αντιγράφουν βιβλία στο χέρι.)
Η λέξη "monje" χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως συνδυασμένη με άλλες λέξεις:
Monje guerrero
(Πολεμιστής μοναχός)
Descripción de una persona que mezcla la disciplina y la fuerza con la espiritualidad.
(Περιγραφή ενός ατόμου που συνδυάζει την πειθαρχία και τη δύναμη με την πνευματικότητα.)
Monje de la paz
(Μοναχός της ειρήνης)
Se refiere a alguien dedicado a la promoción de la paz y la armonía en su comunidad.
(Αναφέρεται σε κάποιον αφοσιωμένο στην προώθηση της ειρήνης και της αρμονίας στην κοινότητά του.)
Vivir como un monje
(Ζωή σαν μοναχός)
Expresa un estilo de vida austero y dedicado a la contemplación.
(Εκφράζει έναν τρόπο ζωής αυστηρό και αφιερωμένο στην ενδοσκόπηση.)
Decidí vivir como un monje para encontrar la serenidad.
(Αποφάσισα να ζήσω σαν μοναχός για να βρω την ηρεμία.)
Él es un monje de la paz que viaja por el mundo promoviendo el diálogo.
(Αυτός είναι ένας μοναχός της ειρήνης που ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο προάγοντας τον διάλογο.)
La disciplina de un monje puede inspirar a aquellos que buscan mejorar su vida.
(Η πειθαρχία ενός μοναχού μπορεί να εμπνεύσει εκείνους που προσπαθούν να βελτιώσουν τη ζωή τους.)
Η λέξη "monje" προέρχεται από το λατινικό "monachus", το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το ελληνικό "μοναχός" (monachos), που σημαίνει "μοναχικός" ή "μόνος".