mono - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

mono (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Mono είναι ένα ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /ˈmono/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "mono" σημαίνει κυρίως 'μόνος' και χρησιμοποιείται σε πολλούς διαφορετικούς τομείς. Στην Ισπανικά γλώσσα, μπορεί να αναφέρεται σε άτομα ή πράγματα που είναι μοναδικά ή απομονωμένα. Συνήθως χρησιμοποιείται και στις ιδιωματικές εκφράσεις. Παρουσιάζει μια μέτρια συχνότητα χρήσης, τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Él se siente mono en la fiesta.
  2. Αυτός αισθάνεται μόνος στο πάρτι.

  3. El mono no quiere jugar con los otros animales.

  4. Ο μοναχικός δεν θέλει να παίξει με τα άλλα ζώα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "mono" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που μπορεί να στερούνται ενός άμεσου μεταφραστικού ανάλογου στα Ελληνικά.

  1. Estar como un mono.
  2. Είμαι σαν τρελός. (Σημαίνει ότι κάποιος είναι υπερκινητικός ή ανήσυχος.)

  3. Mono de trabajo.

  4. Σακάκι εργασίας. (Σημαίνει φόρεμα ή στολή εργασίας.)

  5. Mono de estrés.

  6. Μοναξιά ή υπερβολικό άγχος.

  7. Ser un mono.

  8. Να είσαι εκκολαπτικός ή αστείος.

Ετυμολογία

Η λέξη "mono" προέρχεται από το Ισπανικό "mono", που προέρχεται από τη Λατινική λέξη "monachus", η οποία σημαίνει 'μοναχός'. Το γράμμα "mono" έχει χρησιμοποιηθεί σε πολλές χώρες και γλώσσες για να περιγράψει την έννοια του "μόνου".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Μια προσπάθεια γιορτής της μοναξιάς και της ιδιομορφίας αντανακλάται στη χρήση της λέξης "mono" τόσο στα Ισπανικά όσο και σε πολλές άλλες γλώσσες.



22-07-2024