Mono είναι ένα ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈmono/
Η λέξη "mono" σημαίνει κυρίως 'μόνος' και χρησιμοποιείται σε πολλούς διαφορετικούς τομείς. Στην Ισπανικά γλώσσα, μπορεί να αναφέρεται σε άτομα ή πράγματα που είναι μοναδικά ή απομονωμένα. Συνήθως χρησιμοποιείται και στις ιδιωματικές εκφράσεις. Παρουσιάζει μια μέτρια συχνότητα χρήσης, τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο.
Αυτός αισθάνεται μόνος στο πάρτι.
El mono no quiere jugar con los otros animales.
Η λέξη "mono" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που μπορεί να στερούνται ενός άμεσου μεταφραστικού ανάλογου στα Ελληνικά.
Είμαι σαν τρελός. (Σημαίνει ότι κάποιος είναι υπερκινητικός ή ανήσυχος.)
Mono de trabajo.
Σακάκι εργασίας. (Σημαίνει φόρεμα ή στολή εργασίας.)
Mono de estrés.
Μοναξιά ή υπερβολικό άγχος.
Ser un mono.
Η λέξη "mono" προέρχεται από το Ισπανικό "mono", που προέρχεται από τη Λατινική λέξη "monachus", η οποία σημαίνει 'μοναχός'. Το γράμμα "mono" έχει χρησιμοποιηθεί σε πολλές χώρες και γλώσσες για να περιγράψει την έννοια του "μόνου".
Μια προσπάθεια γιορτής της μοναξιάς και της ιδιομορφίας αντανακλάται στη χρήση της λέξης "mono" τόσο στα Ισπανικά όσο και σε πολλές άλλες γλώσσες.