Ρήμα.
/monta/
Η λέξη "monta" είναι η τρίτη ενικό πρόσωπο του ρήματος "montar", το οποίο σημαίνει "να ανεβάζω", "να τοποθετώ" ή "να εγκαθιστώ". Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται κυρίως για την περιγραφή της δράσης του να τοποθετείς ή να στήσεις κάτι, όπως ένα ποδήλατο ή ένα μηχανισμό, αλλά και για να αναφερθείς στο ανέβασμα σε ζώα (π.χ. άλογα). Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη και στις καθημερινές συζητήσεις καθώς και σε επαγγελματικά συμφραζόμενα.
"Él monta su bicicleta todos los días."
(Αυτός ανεβάζει το ποδήλατό του κάθε μέρα.)
"Ella monta una empresa desde cero."
(Αυτή τοποθετεί μια επιχείρηση από το μηδέν.)
Η λέξη "monta" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
"Montar un escándalo"
(Δημιουργώ ένα σκάνδαλο.)
Η φράση αναφέρεται στο να δημιουργείς παραφωνία ή αναταραχή σε μια κατάσταση.
"Montar un negocio"
(Εγκαθιστώ μια επιχείρηση.)
Αναφέρεται στην πράξη της δημιουργίας και ανάπτυξης μιας επιχείρησης.
"Montar guardia"
(Βαθμολογώ.)
Προέρχεται από τη στρατιωτική χρήση και σημαίνει να κρατάς σκοπιά ή να επιτηρείς.
Η λέξη "monta" προέρχεται από το ρήμα "montar", το οποίο είναι ιβηρικής ή μεσαιωνικής λατινικής προέλευσης, συνδεδεμένο με την έννοια του να ανεβάζεις ή να τοποθετείς.
Αυτή η ανάλυση της λέξης "monta" παρέχει συνολική εικόνα σχετικά με τη χρήση και τη σημασία της τόσο στις καθημερινές όσο και σε επαγγελματικές καταστάσεις.