Η λέξη "montador" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [monˈtaðoɾ]
Η λέξη "montador" αναφέρεται σε κάποιον που αναλαμβάνει τη διαδικασία της εγκατάστασης ή τοποθέτησης διαφόρων στοιχείων ή μηχανημάτων. Στην Ισπανική γλώσσα, η χρήση της είναι αρκετά συχνή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κυρίως σε τεχνικά ή βιομηχανικά πλαίσια.
Ο "montador" περιορίζεται συχνά σε επαγγελματικά περιβάλλοντα, όπως κατασκευές ή βιομηχανίες, που απαιτούν ειδικές γνώσεις και δεξιότητες στην τοποθέτηση εξοπλισμού.
Ο κατασκευαστής τελείωσε την εγκατάσταση της νέας μηχανής στο εργοστάσιο.
Necesitamos un montador para el evento de la próxima semana.
Η λέξη "montador" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Να είσαι καλός εγκαταστάτης σημαίνει να ξέρεις να δουλεύεις με τα χέρια.
No todos los montadores tienen el mismo nivel de habilidad.
Όχι όλοι οι τοποθέτες έχουν το ίδιο επίπεδο δεξιοτήτων.
El trabajo de un montador es esencial en la construcción de edificios.
Η δουλειά ενός εγκαταστάτη είναι απαραίτητη στην κατασκευή κτιρίων.
Un montador experimentado puede resolver problemas rápidamente.
Η λέξη "montador" προέρχεται από το ρήμα "montar", που σημαίνει "να τοποθετώ" ή "να εγκαθιστώ". Το "-dor" είναι κατάληξη που χρησιμοποιείται για να δηλώσει το πρόσωπο που εκτελεί τη δράση του ρήματος.
Συνώνυμα: - instalador - ensamblador - constructor
Αντώνυμα: - desinstalador (αποσυνθέτης) - desmontador (απομειωτής)