Montante είναι ουσιαστικό.
Σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA), η φωνητική μεταγραφή είναι: /monˈtante/.
Η λέξη montante μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως: - ποσό - ύψος - κλάσμα - ανύψωση
Η λέξη montante χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα, κυρίως για να αναφερθεί σε ένα ποσό ή ύψος κάτι (π.χ., ορισμένα χρηματικά ποσά, το ύψος μιας δομής, ή ακόμα και σε συγκεκριμένες νομικές και στρατιωτικές περιπτώσεις). Η χρήση της είναι αρκετά συχνή, συναντάται σε γραπτό αλλά και προφορικό λόγο, αν και τείνει να είναι πιο διαδεδομένη σε τεχνικά και επίσημα κείμενα.
Το συνολικό ποσό του λογαριασμού είναι υψηλό.
Se necesita un montante específico para realizar el proyecto.
Χρειάζεται ένα συγκεκριμένο ποσό για να ολοκληρωθεί το έργο.
El montante de la multa será determinado por el juez.
Η λέξη montante χρησιμοποιείται λιγότερο σε καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρεθεί σε ορισμένες σχετικές φράσεις:
Ψάχνουμε τρόπους να αυξήσουμε το ποσό των επενδύσεων.
"Montante de responsabilidad" - Ποσό ευθύνης.
Το ποσό ευθύνης της εταιρείας είναι υψηλό.
"Montante acordado" - Συμφωνηθέν ποσό.
Η λέξη montante προέρχεται από το ρήμα "montar", που σημαίνει "να ανέβω" ή "να τοποθετήσω". Η καταγωγή της είναι λατινική, από τη λέξη "montare".
Συνώνυμα: - Suma (άθροισμα) - Cantidad (ποσότητα) - Total (σύνολο)
Αντώνυμα: - Reducción (μείωση) - Disminución (ελάττωση) - Descuento (έκπτωση)