montante - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

montante (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Montante είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA), η φωνητική μεταγραφή είναι: /monˈtante/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη montante μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως: - ποσό - ύψος - κλάσμα - ανύψωση

Σημασία της λέξης

Η λέξη montante χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα, κυρίως για να αναφερθεί σε ένα ποσό ή ύψος κάτι (π.χ., ορισμένα χρηματικά ποσά, το ύψος μιας δομής, ή ακόμα και σε συγκεκριμένες νομικές και στρατιωτικές περιπτώσεις). Η χρήση της είναι αρκετά συχνή, συναντάται σε γραπτό αλλά και προφορικό λόγο, αν και τείνει να είναι πιο διαδεδομένη σε τεχνικά και επίσημα κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El montante total de la factura es elevado.
  2. Το συνολικό ποσό του λογαριασμού είναι υψηλό.

  3. Se necesita un montante específico para realizar el proyecto.

  4. Χρειάζεται ένα συγκεκριμένο ποσό για να ολοκληρωθεί το έργο.

  5. El montante de la multa será determinado por el juez.

  6. Το ποσό της ποινής θα καθοριστεί από τον δικαστή.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη montante χρησιμοποιείται λιγότερο σε καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρεθεί σε ορισμένες σχετικές φράσεις:

  1. "Aumentar el montante" - Αυξάνω το ποσό.
  2. Estamos buscando maneras de aumentar el montante de las inversiones.
  3. Ψάχνουμε τρόπους να αυξήσουμε το ποσό των επενδύσεων.

  4. "Montante de responsabilidad" - Ποσό ευθύνης.

  5. El montante de responsabilidad financiera de la empresa es alto.
  6. Το ποσό ευθύνης της εταιρείας είναι υψηλό.

  7. "Montante acordado" - Συμφωνηθέν ποσό.

  8. Ambos firmaron el contrato con el montante acordado antes.
  9. Και οι δύο υπέγραψαν το συμβόλαιο με το συμφωνηθέν ποσό νωρίτερα.

Ετυμολογία

Η λέξη montante προέρχεται από το ρήμα "montar", που σημαίνει "να ανέβω" ή "να τοποθετήσω". Η καταγωγή της είναι λατινική, από τη λέξη "montare".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Suma (άθροισμα) - Cantidad (ποσότητα) - Total (σύνολο)

Αντώνυμα: - Reducción (μείωση) - Disminución (ελάττωση) - Descuento (έκπτωση)



23-07-2024