Montura (ουσιαστικό)
/mon'tuɾa/
Ο όρος "montura" αναφέρεται συνήθως σε κατασκευές ή στήριγματα, όπως ο σκελετός γυαλιών ή η βάση της καλωδίωσης σε κάποιο μηχάνημα. Χρησιμοποιείται και σε μεταφορικά νοήματα για να περιγράψει τη στήριξη ή την προετοιμασία κάτι. Στη γλώσσα των υπολογιστών, μπορεί να αναφέρεται στη διαδικασία τοποθέτησης ή εγκατάστασης κάποιας συσκευής.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά υψηλή σε ειδικούς τομείς, όπως η οπτική και η τεχνολογία, ενώ είναι επίσης παρούσα στον προφορικό λόγο.
La montura de mis gafas es muy fuerte.
(Ο σκελετός των γυαλιών μου είναι πολύ ανθεκτικός.)
Necesitamos una buena montura para el proyecto.
(Χρειαζόμαστε μια καλή κατασκευή για το έργο.)
La montura del cuadro está hecha de madera.
(Ο σκελετός του πίνακα είναι φτιαγμένος από ξύλο.)
Ο όρος "montura" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν κάποιες φράσεις που τονίζουν την έννοια της στήριξης ή της υποστήριξης σε διαφορετικά συμφραζόμενα.
Montura de competición
(Αγωνιστικός σκελετός)
El ciclista utilizó una montura de competición para la carrera.
(Ο ποδηλάτης χρησιμοποίησε έναν αγωνιστικό σκελετό για τον αγώνα.)
Montura ajustable
(Ρυθμιζόμενος σκελετός)
El fotógrafo lleva una montura ajustable para su cámara.
(Ο φωτογράφος έχει έναν ρυθμιζόμενο σκελετό για την κάμερά του.)
Montura de calidad
(Ποιότητας σκελετός)
Siempre elijo una montura de calidad para mis gafas.
(Πάντα επιλέγω έναν σκελετό ποιότητας για τα γυαλιά μου.)
Η λέξη "montura" προέρχεται από το καταλανικό "montura" που σημαίνει "τόπος για να ανέβεις" και έχει ρίζες στη λατινική λέξη "montare", που σημαίνει "να ανεβαίνεις ή να τοποθετείς".
Συνώνυμα: - Sostén (στήριγμα) - Marco (καρέ)
Αντώνυμα: - Desmontaje (αποδόμηση ή αποσυναρμολόγηση) - Desapoyo (ανυπαρξία στήριξης)