Η λέξη "mor" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "mor" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: [moɾ].
Η λέξη "mor" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "θάνατος".
Στα Ισπανικά, "mor" αναφέρεται στον βιολογικό θάνατο ενός οργανισμού. Χρησιμοποιείται ευρέως σε διάφορες περιστάσεις, όπως στην ιατρική, τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία. Ο θάνατος είναι ένα κοινό θέμα στη ζωή και συχνά συζητείται σε κοινωνικούς και πολιτιστικούς τομείς.
Όσον αφορά τη συχνότητα χρήσης του, η λέξη "mor" χρησιμοποιείται και στην προφορική και στη γραπτή γλώσσα, με μια ελαφρά προτίμηση στη γραπτή, καθώς συχνά εμφανίζεται σε λογοτεχνικά έργα και κείμενα σχετικά με τη ζωή και τον θάνατο.
"Cuando alguien muere, se dice que han alcanzado la paz."
(Όταν κάποιος πεθαίνει, λέγεται ότι έχει βρει την ειρήνη.)
"La muerte es un tema recurrente en la literatura."
(Ο θάνατος είναι ένα επαναλαμβανόμενο θέμα στη λογοτεχνία.)
Η λέξη "mor" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιώματα και εκφράσεις:
Morir de risa
"Vi la película y morí de risa."
(Είδα την ταινία και πέθανα από τα γέλια.)
Morir por
"Ella muere por un nuevo coche."
(Αυτή πεθαίνει για ένα νέο αυτοκίνητο.)
Morir en el intento
"Algunos mueren en el intento de alcanzar su sueño."
(Ορισμένοι πεθαίνουν στην προσπάθεια να πετύχουν το όνειρό τους.)
Morir como un héroe
"El soldado murió como un héroe en la batalla."
(Ο στρατιώτης πέθανε σαν ήρωας στη μάχη.)
No morir de pie
"Es mejor vivir de rodillas que no morir de pie."
(Είναι καλύτερα να ζεις στα γόνατα παρά να μην πεθάνεις όρθιος.)
Η λέξη "mor" προέρχεται από το λατινικό "mori", που σημαίνει "πεθαίνω". Η ρίζα της λέξης συνδέεται με την έννοια του θανάτου σε πολλές γλώσσες της προερχόμενης από το λατινικό υποστρώματος.
Συνώνυμα: - "fatalidad" (μοίρα) - "deceso" (θάνατος) - "fin" (τέλος)
Αντώνυμα: - "vida" (ζωή) - "vivir" (ζουν) - "existencia" (ύπαρξη)