moral - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

moral (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "moral" είναι επίθετο, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/mɔˈral/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Στα Ισπανικά, η λέξη "moral" αναφέρεται σε θέματα ηθικής ή ηθικών αξιών. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ηθική διάσταση ενός θέματος, συμβάντος ή πράξης. Συνήθως, χρησιμοποιείται σε κοινωνικές και φιλοσοφικές συζητήσεις και περιγράφει αρχές που καθορίζουν τη διάκριση μεταξύ σωστού και λάθους. Η συχνότητα χρήσης είναι αρκετά υψηλή, καθώς η έννοια της ηθικής είναι σημαντική σε πολλές πτυχές της καθημερινής ζωής, τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. La decisión que tomó fue moralmente cuestionable.
  2. Η απόφαση που πήρε ήταν ηθικά αμφισβητήσιμη.

  3. La moral de la historia es que siempre hay que ser honesto.

  4. Η ηθική της ιστορίας είναι ότι πρέπει πάντα να είμαστε ειλικρινείς.

  5. Es importante tener una base moral sólida.

  6. Είναι σημαντικό να έχουμε μια στέρεη ηθική βάση.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "moral" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, όπως:

  1. Tener una moral alta.
  2. Να έχεις υψηλή ηθική.
  3. Αυτό σημαίνει ότι κάποιος έχει αυξημένες ηθικές αξίες και αρχές.

  4. Bajar la moral.

  5. Να κατεβάζεις την ηθική.
  6. Αυτό σημαίνει να αποθαρρύνεις ή να καταστρέφεις την ηθική αυτοεκτίμηση κάποιου.

  7. La moral es la mejor guía en la vida.

  8. Η ηθική είναι ο καλύτερος οδηγός στη ζωή.
  9. Αυτό συνοψίζει την πεποίθηση ότι οι ηθικές αξίες μας καθοδηγούν σε σωστές αποφάσεις.

  10. No todo es blanco y negro, la moral también tiene matices.

  11. Δεν είναι όλα ασπρόμαυρα, η ηθική έχει επίσης αποχρώσεις.
  12. Αντίληψη ότι η ηθική δεν είναι πάντα ξεκάθαρη και απλή.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "moral" προέρχεται από τα Λατινικά "moralis", που σημαίνει "σχετικά με τις συνήθειες". Συνδέεται με τη λέξη "mos", που αναφέρεται σε έθιμα ή συνήθειες.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - ético (ηθικός) - virtuoso (αρετός)

Αντώνυμα: - inmoral (ανήθικος) - corrupto (διεφθαρμένος)



22-07-2024