Η λέξη "moral" είναι επίθετο, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως ουσιαστικό.
/mɔˈral/
Στα Ισπανικά, η λέξη "moral" αναφέρεται σε θέματα ηθικής ή ηθικών αξιών. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ηθική διάσταση ενός θέματος, συμβάντος ή πράξης. Συνήθως, χρησιμοποιείται σε κοινωνικές και φιλοσοφικές συζητήσεις και περιγράφει αρχές που καθορίζουν τη διάκριση μεταξύ σωστού και λάθους. Η συχνότητα χρήσης είναι αρκετά υψηλή, καθώς η έννοια της ηθικής είναι σημαντική σε πολλές πτυχές της καθημερινής ζωής, τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο.
Η απόφαση που πήρε ήταν ηθικά αμφισβητήσιμη.
La moral de la historia es que siempre hay que ser honesto.
Η ηθική της ιστορίας είναι ότι πρέπει πάντα να είμαστε ειλικρινείς.
Es importante tener una base moral sólida.
Η λέξη "moral" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, όπως:
Αυτό σημαίνει ότι κάποιος έχει αυξημένες ηθικές αξίες και αρχές.
Bajar la moral.
Αυτό σημαίνει να αποθαρρύνεις ή να καταστρέφεις την ηθική αυτοεκτίμηση κάποιου.
La moral es la mejor guía en la vida.
Αυτό συνοψίζει την πεποίθηση ότι οι ηθικές αξίες μας καθοδηγούν σε σωστές αποφάσεις.
No todo es blanco y negro, la moral también tiene matices.
Η λέξη "moral" προέρχεται από τα Λατινικά "moralis", που σημαίνει "σχετικά με τις συνήθειες". Συνδέεται με τη λέξη "mos", που αναφέρεται σε έθιμα ή συνήθειες.
Συνώνυμα: - ético (ηθικός) - virtuoso (αρετός)
Αντώνυμα: - inmoral (ανήθικος) - corrupto (διεφθαρμένος)