morar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

morar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "morar" είναι ρήμα στην ισπανική γλώσσα.

Φωνητική μεταγραφή

[moˈɾaɾ]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "morar" χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τη δράση της κατοίκησης ή της διαμονής σε ένα συγκεκριμένο μέρος. Είναι πιο συνηθισμένη στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τύπους προτάσεων, όπου αναφέρεται σε μόνιμη ή προσωρινή διαμονή.

Παραδείγματα

  1. Yo moro en Madrid.
    (Εγώ κατοικώ στη Μαδρίτη.)

  2. Ellos no quieren morar en el campo.
    (Αυτοί δεν θέλουν να μείνουν στην εξοχή.)

  3. Nos gusta morar cerca de la playa.
    (Μας αρέσει να μένουμε κοντά στην παραλία.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Αν και η λέξη "morar" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, υπάρχουν κάποιες που σχετίζονται με την έννοια της κατοίκησης.

Παράδειγμα εκφράσεων

  1. Morando en un sueño.
    (Κατοικώντας σε ένα όνειρο.)
    Σημαίνει ότι κάποιος ζει σε μια κατάσταση ονειροπόλησης ή φαντασίας.

  2. Morar entre las sombras.
    (Κατοικώντας ανάμεσα στις σκιές.)
    Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που ζει σε κρυφή ή επικίνδυνη κατάσταση.

  3. Morar con el corazón.
    (Κατοικώ με την καρδιά.)
    Σημαίνει ότι κάποιος ζει με αγάπη ή πάθος.

Ετυμολογία

Η λέξη "morar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "morari", που σημαίνει "να παραμένω" ή "να διαμένω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - residir - habitar - establecerse

Αντώνυμα: - abandonar (να εγκαταλείπω) - escapar (να διαφεύγω) - mudarse (να μετακομίζω)

Αυτό ολοκληρώνει τις πληροφορίες σχετικά με τη λέξη "morar".



23-07-2024