Το "morar" είναι ρήμα στην ισπανική γλώσσα.
[moˈɾaɾ]
Η λέξη "morar" χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τη δράση της κατοίκησης ή της διαμονής σε ένα συγκεκριμένο μέρος. Είναι πιο συνηθισμένη στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τύπους προτάσεων, όπου αναφέρεται σε μόνιμη ή προσωρινή διαμονή.
Yo moro en Madrid.
(Εγώ κατοικώ στη Μαδρίτη.)
Ellos no quieren morar en el campo.
(Αυτοί δεν θέλουν να μείνουν στην εξοχή.)
Nos gusta morar cerca de la playa.
(Μας αρέσει να μένουμε κοντά στην παραλία.)
Αν και η λέξη "morar" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, υπάρχουν κάποιες που σχετίζονται με την έννοια της κατοίκησης.
Morando en un sueño.
(Κατοικώντας σε ένα όνειρο.)
Σημαίνει ότι κάποιος ζει σε μια κατάσταση ονειροπόλησης ή φαντασίας.
Morar entre las sombras.
(Κατοικώντας ανάμεσα στις σκιές.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που ζει σε κρυφή ή επικίνδυνη κατάσταση.
Morar con el corazón.
(Κατοικώ με την καρδιά.)
Σημαίνει ότι κάποιος ζει με αγάπη ή πάθος.
Η λέξη "morar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "morari", που σημαίνει "να παραμένω" ή "να διαμένω".
Συνώνυμα: - residir - habitar - establecerse
Αντώνυμα: - abandonar (να εγκαταλείπω) - escapar (να διαφεύγω) - mudarse (να μετακομίζω)
Αυτό ολοκληρώνει τις πληροφορίες σχετικά με τη λέξη "morar".