Η λέξη "morbo" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "morbo" στα διεθνή φωνητικά αλφάβητα είναι: [ˈmoɾ.βo]
Η λέξη "morbo" σημαίνει συνήθως "αρρώστια" ή "νόσος". Χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανών για να αναφερθεί σε οποιαδήποτε πάθηση ή ασθένεια. Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να συναντηθεί πιο συχνά σε ιατρικά κείμενα ή συζητήσεις σχετικές με την υγεία.
Ο γιατρός διέγνωσε μια σπάνια αρρώστια στον ασθενή.
La investigación sobre el morbo avanzado está en curso.
Η έρευνα σχετικά με την προχωρημένη νόσο είναι σε εξέλιξη.
Es importante hablar sobre el morbo de una manera abierta.
Η λέξη "morbo" χρησιμοποιείται επίσης σε διαφορετικές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
La gente a menudo siente morbo de la enfermedad del otro.
Morbo moral
El morbo moral se refiere a la atracción por lo prohibido.
Tener morbo
Η λέξη "morbo" προέρχεται από το λατινικό "morbus", το οποίο επίσης σημαίνει "αρρώστια" ή "νόσος". Αυτή η ρίζα έχει διατηρηθεί σε πολλές ρομανικές γλώσσες.
Συνώνυμα: - enfermedad (νόσος) - dolencia (πάθηση)
Αντώνυμα: - salud (υγεία) - bienestar (ευημερία)