«Morboso» είναι ένας επιεικής θηλυκός επιθετικός.
Φωνητική μεταγραφή: /morˈβoso/
Η λέξη «morboso» στα Ισπανικά χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με αρρώστιες ή παθολογικές καταστάσεις. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για να εκφράσει μια περίεργη ή ανήθικη διάθεση που σχετίζεται με ασθένειες ή τη θνησιμότητα. Η λέξη είναι σχετικά συχνή και μπορεί να βρεθεί σε μελέτες ιατρικής, κοινωνικού σχολιασμού, και στην λογοτεχνία. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο.
La fotografía era morbosa y perturbadora.
(Η φωτογραφία ήταν σατανική και ανατριχιαστική.)
Su interés por lo morboso lo llevó a leer libros sobre enfermedades raras.
(Το ενδιαφέρον του για το αρρωστημένο τον οδήγησε στο να διαβάσει βιβλία για σπάνιες ασθένειες.)
Interés morboso
Αυτή η έκφραση αναφέρεται σε ένα ανθυγιεινό ή υπερβολικό ενδιαφέρον για θέματα που σχετίζονται με το θάνατο ή τη νόσο.
Ejemplo: Su interés morboso por el crimen lo llevó a convertirse en detective.
(Το αρρωστημένο του ενδιαφέρον για το έγκλημα τον οδήγησε να γίνει ντετέκτιβ.)
Curiosidad morbosa
Αναφέρεται σε έναν παιδεραστικό ή παθολογικό τύπο περιέργειας.
Ejemplo: La curiosidad morbosa de los niños a veces sorprende a los padres.
(Η αρρωστημένη περιέργεια των παιδιών μερικές φορές ξαφνιάζει τους γονείς.)
Atraído por lo morboso
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έλκεται από τα αρρωστημένα ή τα ανήθικα.
Ejemplo: Estaba atraído por lo morboso desde una edad temprana.
(Ήταν έλκυστος από το αρρωστημένο από μικρή ηλικία.)
Η λέξη «morboso» προέρχεται από τη Λατινική λέξη «morbus», που σημαίνει «ασθένεια» ή «πάθηση».
Συνώνυμα:
- Patológico
- Enfermo
- Siniestro
Αντώνυμα:
- Saludable
- Vital
- Normal