Το "morder" είναι ρήμα.
Фωνητική μεταγραφή: [ˈmoɾðeɾ]
Το "morder" σημαίνει να δαγκώνεις ή να τσιμπάς κάτι με τα δόντια σου. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικό λόγο και είναι κοινή σε γραπτά κείμενα όπως και σε συνομιλίες. Συνήθως συνδέεται με πράξεις που περιλαμβάνουν φαγητό ή άλλες φυσικές αλληλεπιδράσεις.
El perro quiere morder la pelota.
(Ο σκύλος θέλει να δαγκώσει την μπάλα.)
Ella se hizo daño al morderse la lengua.
(Έπαθε κακό δαγκώνοντας τη γλώσσα της.)
Η λέξη "morder" συχνά χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Γυναίκα, después de perder la carrera, tuvo que morder el polvo.
(Γυναίκα, μετά την ήττα της στον αγώνα, έπρεπε να υποστεί την ήττα.)
Morder la mano que te da de comer
Es un error morder la mano que te da de comer.
(Είναι λάθος να βλάπτεις εκείνον που σε υποστηρίζει.)
Morderse las uñas
Η λέξη "morder" προέρχεται από το λατινικό "mordere", που σημαίνει "δαγκώνω". Αυτή η ρίζα συνδέεται με τα πολλά ρήματα της ισπανικής γλώσσας που έχουν σχέση με φυσικές πράξεις και αλληλεπιδράσεις.
Συνώνυμα: - Dañar (βλάπτω) - Agarrar (αρπάζω)
Αντώνυμα: - Soltar (αφήνω) - Liberar (απελευθερώνω)