morder - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

morder (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "morder" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Фωνητική μεταγραφή: [ˈmoɾðeɾ]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Το "morder" σημαίνει να δαγκώνεις ή να τσιμπάς κάτι με τα δόντια σου. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικό λόγο και είναι κοινή σε γραπτά κείμενα όπως και σε συνομιλίες. Συνήθως συνδέεται με πράξεις που περιλαμβάνουν φαγητό ή άλλες φυσικές αλληλεπιδράσεις.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El perro quiere morder la pelota.
    (Ο σκύλος θέλει να δαγκώσει την μπάλα.)

  2. Ella se hizo daño al morderse la lengua.
    (Έπαθε κακό δαγκώνοντας τη γλώσσα της.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "morder" συχνά χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Morder el polvo
  2. Σημαίνει να υποστείς ήττα ή να πέσεις.
  3. Γυναίκα, después de perder la carrera, tuvo que morder el polvo.
    (Γυναίκα, μετά την ήττα της στον αγώνα, έπρεπε να υποστεί την ήττα.)

  4. Morder la mano que te da de comer

  5. Σημαίνει να βλάπτεις ή να κατακρίνεις κάποιον που σε υποστηρίζει.
  6. Es un error morder la mano que te da de comer.
    (Είναι λάθος να βλάπτεις εκείνον που σε υποστηρίζει.)

  7. Morderse las uñas

  8. Σημαίνει να είσαι αγχωμένος ή ανήσυχος.
  9. Siempre se muerde las uñas antes de un examen.
    (Πάντα δαγκώνει τα νύχια του πριν από μια εξέταση.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "morder" προέρχεται από το λατινικό "mordere", που σημαίνει "δαγκώνω". Αυτή η ρίζα συνδέεται με τα πολλά ρήματα της ισπανικής γλώσσας που έχουν σχέση με φυσικές πράξεις και αλληλεπιδράσεις.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Dañar (βλάπτω) - Agarrar (αρπάζω)

Αντώνυμα: - Soltar (αφήνω) - Liberar (απελευθερώνω)



22-07-2024