Το "moribundo" είναι επίθετο.
/moriˈbundo/
Η λέξη "moribundo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν άνθρωπο ή ένα ζώο που είναι κοντά στον θάνατο ή σε μια κατάσταση που πλησιάζει στην τελική του κατάληξη. Χρησιμοποιείται συχνά και σε μεταφορικό επίπεδο για να περιγράψει μια κατάσταση ή ζωντανό οργανισμό που είναι σε παρακμή ή σχεδόν ανύπαρκτος.
Στη γλώσσα Ισπανικά, η συχνότητα χρήσης της λέξης "moribundo" είναι πιο συνηθισμένη σε γραπτό λόγο, κυρίως σε λογοτεχνικά και ιατρικά κείμενα, παρά στον προφορικό. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε καθημερινές συζητήσεις όταν αναφέρεται σε κάποιον που βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση.
El paciente está moribundo y necesita atención médica inmediata.
(Ο ασθενής είναι ετοιμοθάνατος και χρειάζεται άμεση ιατρική φροντίδα.)
La especie está moribunda debido a la contaminación ambiental.
(Το είδος είναι σε παρακμή εξαιτίας της περιβαλλοντικής ρύπανσης.)
Su estado de salud es moribundo, y requiere cuidados intensivos.
(Η κατάσταση της υγείας του είναι ετοιμοθάνατη και απαιτεί εντατική φροντίδα.)
Η λέξη "moribundo" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
Estar en un estado moribundo
(Βρίσκομαι σε ετοιμοθάνατη κατάσταση)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση που είναι σχεδόν αναπόφευκτη ή χωρίς ελπίδα.
Una relación moribunda
(Μια ετοιμοθάνατη σχέση)
Αναφέρεται σε μια σχέση που έχει χάσει πάθος και ενδιαφέρον.
Un proyecto moribundo
(Ένα ετοιμοθάνατο έργο)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα σχέδιο ή έργο που δεν προχωρά ή δεν έχει μέλλον.
Vivir en un mundo moribundo
(Να ζεις σε έναν ετοιμοθάνατο κόσμο)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση όλης της κοινωνίας ή του περιβάλλοντος που αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις.
Η λέξη "moribundo" προέρχεται από το λατινικό "moribundus", το οποίο σημαίνει "αυτός που πεθαίνει", προερχόμενο από το ρήμα "mori" που σημαίνει "πεθαίνω".
Συνώνυμα: - Eutanasia (ευθανασία - σε ιατρικά συμφραζόμενα) - Agonizante (σε τελικό στάδιο, ετοιμοθάνατος)
Αντώνυμα: - Vital (ζωντανός) - Saludable (υγιής) - Resistente (ανθεκτικός)