Ο όρος "moroso" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): [moˈɾoso]
Στα Ισπανικά, ο όρος "moroso" χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει ένα άτομο ή μία οντότητα που δεν πληρώνει τα χρέη του εγκαίρως ή είναι υπερχρεωμένος. Χρησιμοποιείται σε νομικό και οικονομικό πλαίσιο για περιπτώσεις οφειλών και πληρωμών. Φαίνεται ότι η χρήση της λέξης "moroso" είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε οικονομικά έγγραφα ή νομικές περιγραφές, αλλά μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο.
Η εταιρεία θα θεωρήσει τον πελάτη της υπερχρεωμένο αν δεν πληρώσει το λογαριασμό του εγκαίρως.
Es difícil recuperar el dinero de un moroso.
Είναι δύσκολο να ανακτήσεις τα χρήματα από έναν κακοπληρωτή.
Los dueños de la casa decidieron desalojar al moroso.
Ο όρος "moroso" χρησιμοποιείται επίσης σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την οικονομική κατάσταση ενός ατόμου.
Μην είσαι υπερχρεωμένος με τα χρέη σου.
El moroso siempre encuentra excusas para no pagar.
Ο κακοπληρωτής πάντα βρίσκει δικαιολογίες για να μην πληρώσει.
Hay que evitar ser moroso en las obligaciones.
Πρέπει να αποφεύγουμε να είμαστε υπερχρεωμένοι στις υποχρεώσεις.
Un moroso puede enfrentar problemas legales.
Ένας κακοπληρωτής μπορεί να αντιμετωπίσει νομικά προβλήματα.
El registro de morosos es un aviso para los nuevos proveedores.
Η λέξη "moroso" προέρχεται από το λατινικό "morosus", που σημαίνει "αργός" ή "τεμπέλης". Στη διάρκεια του χρόνου, η έννοια εξελίχθηκε για να περιγράψει άτομα που καθυστερούν να πληρώσουν χρέη ή υποχρεώσεις.
Insolvente (αφερέγγυος)
Αντώνυμα: